ΠΕΡΙ ΔΙΑΚΡΙΣΕΩΣ
Νικηφόρου Θεοτόκη. Μείζων πασῶν τῶν ἀρετῶν ἡ διάκρισις· αὐτὴ εἶναι τὸ ἅλας τὸ
ἀρτίζον καὶ τελειοποιοῦν πᾶσαν ἀρετήν· χωρὶς αὐτῆς πᾶσα ἀρετὴ εἶναι ἀτελὴς καὶ
δύσμορφος. Κυριακορδόμιον Α-289
Ἐν τῷ Γεροντικῷ. Ἕνας Γέρων ἠρωτήθη·
ποῖον εἶναι τὸ ἔργον τοῦ Μοναχοῦ; Ἡ διάκρισις, ἀπήντησεν ἐκεῖνος! Εὐεργετινός Γ-373
Ἐν τῷ Γεροντικῷ. Ἕνας γέρων Ἀσκητὴς
ἔλεγεν· Ὅσα γίνονται χωρὶς μέτρον καὶ διάκρισιν εἶναι ὑπερβολαί. Ὅλαι δὲ αἱ
ὑπερβολαὶ εἶναι σατανικαί. Εὐεργετινός Γ-375
Μεγ.Ἀντωνίου.
Ὑπάρχουν μερικοὶ ποὺ κατέτριψαν τὰ σώματά τους μὲ ἄσκησι καὶ ὅμως, ἐπειδὴ δὲν
εἶχαν διάκρισι, εὑρέθηκαν μακριὰ ἀπὸ τὸ Θεό. Ἀποφθέγματα
Γερόντων ΕΠΕ τομ.1,47
Ἐν τῷ Γεροντικῷ. Ὁ Ἀββᾶς Ἀμμωνᾶς εἶπεν,
ὅτι ἕνας ἄνθρωπος περιέρχεται ὅλον τὸν χρόνον ἀσκόπως βαστάζων μίαν ἀξίνην,
χωρὶς νὰ εὑρίσκῃ τὸ δένδρον, ποὺ θὰ κτυπήσῃ διὰ νὰ τὸ κόψῃ· ἄλλος πάλιν, ἐμπειρότερος εἰς τὴν κοπὴν τῶν
δένδρων, ἐντὸς ὀλίγου κόπτει τὸ δένδρον. Αὐτὸς ποὺ κόπτει ἀμέσως τὸ δένδρον,
εἶναι αὐτός, ποὺ ἔχει διάκρισιν. Εὐεργετινός Γ-373
Ἐν τῷ Γεροντικῷ. Ὁ Ἀββᾶς Σισώης ἔλεγε·
προτιμῶ ἐργασίαν ἐλαφράν, ἡ ὁποία θὰ διατηρῆται, παρὰ εὐθὺς ἐξ ἀρχῆς
κοπιαστικήν, διὰ τὴν ὁποίαν ὅμως γρήγορα θὰ καταπέσῃ ὁ ζῆλος, καὶ θὰ παραμείνῃ
ἡμιτελής. Εὐεργετινός Γ-376
Ἐν τῷ Γεροντικῷ. Ἕνας γέρων Ἀσκητὴς
ἔλεγε. Ποτὲ δὲν ἐκίνησα τὸ πόδι μου, ἔστω καὶ κατὰ ἕνα βῆμα, ἐὰν δὲν ἐγνώριζα
ἐκ τῶν προτέρων ποῦ θὰ τὸ ἐτοποθέτουν. Ἐστεκόμουν σκεπτόμενος βαθέως καὶ δὲν
ἀπεφάσιζα τίποτε, ἐὰν δὲν μὲ ὡδήγει ὁ Θεός. Ὁ ἴδιος Γέρων εἶπε πάλιν· ὅσα
πράττω, εἴτε εἶναι μικρά, εἴτε μεγάλα, τὰ σκέπτομαι καλῶς ἐκ τῶν προτέρων καὶ
ἐξετάζω μετὰ προσοχῆς, πρὶν τὰ ἐκτελέσω, ποῖον καρπὸν θὰ ἀποφέρουν ὄχι μόνον
εἰς ἔργα, ἀλλὰ καὶ εἰς λογισμούς. Εὐεργετινός Γ-375
Ἀββᾶ Κασσιανοῦ. Ἡ διάκρισις δὲν εἶναι μικρὰ ἀρετή· ἀπ’ ἐναντίας εἶναι ἀπὸ
τὰ ἐπισημότερα χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Τὴν πραγματικότητα αὐτὴν τὴν
διδάσκει καὶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος. Ἰδοὺ τί λέγει· «Ὦ μὲν γὰρ διὰ τοῦ Πνεύματος
δίδοται λόγος σοφίας, ἄλλῳ δὲ λόγος γνώσεως κατὰ τὸ αὐτὸ Πνεῦμα ... ἄλλῳ δὲ
διακρίσεις πνευμάτων» (Α΄ Κοριν. ιβ΄, 8-10). Ἐν συνεχείᾳ δὲ συμπληρώνει· «Πάντα
δὲ ταῦτα ἐνεργεῖ τὸ ἓν καὶ τὸ αὐτὸ Πνεῦμα» (Α΄ Κορινθ. ιβ΄, 11). Εὐεργετινός Γ-384
Ἀβ.Κασσιανοῦ. Ἡ διάκρισις εἶναι ἡ
ἀκρόπολις καὶ ἡ βασίλισσα μεταξὺ τῶν ἀρετῶν· διότι ὅποιος τὴν καλλιεργήσῃ, τὸν
διδάσκει νὰ ἀποφεύγῃ τὰ ἄκρα, δηλαδὴ τὴν
ἔλλειψιν καὶ τὴν ὑπερβολήν. Ὁ ἔχων τὴν διάκρισιν βαδίζει πάντοτε τὴν βασιλικὴν
ὁδόν· ὁ τοιοῦτος δὲν ἐπιτρέπει εἰς
τὸν ἑαυτόν του οὔτε νὰ τὸν κλέπτῃ ὁ διάβολος ἐκ δεξιῶν, διὰ μέσου ὑπερβολικῶν
πραγμάτων, τὰ ὁποῖα φαίνο-νται κατ’ ἀρχὴν λογικά, ἀλλ’ οὔτε καὶ ἐξ
ἀριστερῶν νὰ πίπτῃ εἰς πνευματικὴν ἀπροθυμίαν, ὀκνηρίαν καὶ νωθρότητα. Εὐεργ.Γ-384
Ἀββᾶ Κασσιανοῦ. Ἡ διάκρισις εἶναι διὰ
τὴν ψυχὴν ὀφθαλμὸς καὶ λυχνάρι· παρουσιάζει εἰς τὸν ἄνθρωπον τὰ πράγματα ὅπως
εἶναι, ξεχωρίζει μὲ ἀκρίβειαν τὰ μὴ ἔχοντα ὑπόληψιν καὶ σημασίαν ἀπὸ τὰ
σπουδαῖα, ὅπως, ἐπίσης, ποῖα ἐκ τῶν πραγμάτων ὀφείλονται εἰς παγίδα τοῦ
διαβόλου καὶ ποῖα εἰς τὴν πρόνοιαν τοῦ Θεοῦ. Εὐεργετινός
Γ-384
Ἀββᾶ Κασσιανοῦ. Ἡ διάκρισις καθιστᾷ
τὸν ἄνθρωπον ἱκανὸν νὰ ζῇ θεαρέστως καὶ νὰ ἀποφεύγῃ τὴν πλάνην· νὰ βαδίζῃ,
χωρὶς νὰ σκοντάπτῃ, τὴν σκοτεινὴν καὶ ἀνώμαλον ὁδὸν τοῦ βίου, ἐφ’ ὅσον
παρακολουθεῖ τὸ φῶς τῆς διακρίσεως καὶ ὁδηγεῖται ἀπὸ αὐτό. Ἡ διάκρισις
δυναμώνει τὰς ἀρετάς, καί, σχεδόν, ἐξασφαλίζει εἰς αὐτὰς τὸν χαρακτηρισμὸν καὶ
τὴν πραγματικότητα τῶν ἀρετῶν. Ἐὰν αἱ ἀρεταὶ χωρισθοῦν ἀπὸ τὴν διάκρισιν,
παύουν νὰ εἶναι ἀρεταί· συνήθως μάλιστα καὶ κακίαι πλέον θεωροῦνται. Εὐεργ.Γ-384
Ἀββᾶ Κασσιανοῦ. Εἶναι τελείως ἀδύνατον
νὰ πέσῃ θῦμα τῆς ἀπάτης τῶν δαιμόνων αὐτὸς ποὺ ρυθμίζει τὴν ζωήν του σύμφωνα μὲ
τὴν κρίσιν καὶ τὴν γνώμην τῶν μεγαλυτέρων κατὰ τὴν ἡλικίαν Πατέρων. Εὐεργετινός Γ-388
Ἀγίου Γρηγορίου Θεολόγου. Νὰ ἐπιτιμᾶς ἥρεμα, νὰ
ἐπαινεῖς κατὰ τρόπο παιδαγωγικό, καὶ οὔτε τὸ ἕνα οὔτε τὸ ἄλλο νὰ τὸ
καταστρέφεις μὲ τὴν ἔλλειψη μέτρου, ἀλλὰ νὰ κάνεις καὶ τὴν ἐπίπληξη πατρικά,
καὶ τὸν ἔπαινο ἐξουσιαστικά· οὔτε ἡ ἁπαλότητα νὰ εἶναι άτονη, οὔτε ἡ
αὐστηρότητα νὰ εἶναι στυφή· ἀλλὰ τὸ πρῶτο νὰ τὸ διακρίνει ἐπιείκεια, ἐνῶ τὸ
ἄλλο σύνεση, καὶ τὰ δύο δὲ ἀγάπη. Ἔργα Ἀγίου
Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ ΕΠΕ 7,227
Αγ.Ιωάν.Κλίμακος. Ομιλώντας κατά τρόπο γενικό, τούτο
αναγνωρίζεται ώς διάκρισις και τούτο είναι : η αλάνθαστη γνώσις και αντίληψις
του θείου θελήματος σε κάθε καιρό και τόπο και περίπτωση η οποία συνήθως
υπάρχει στους καθαρούς κατά την καρδία, το σώμα και το στόμα. Διάκρισις
σημαίνει, συνείδησις αμόλυντη και καθαρότης των αισθήσεων. Κλίμαξ-281
Αγ.Ιωάν.Κλίμ. Διάκριση στους μὲν αρχάριους είναι η ορθή επίγνωση του εαυτού
των. Στούς μεσαίους είναι η νοερά αίσθηση η οποία διακρίνει αλάνθαστα το πραγματικό
αγαθό από το φυσικό αγαθό και από το αντίθετό του κακό. Στους τέλειους είναι η
γνώσις που έχουν από Θεϊκή έλαμψη η οποία έχει την δύναμη να φωτίζει πλήρως με
την λάμψη της και όσα σκοτεινά υπάρχουν μέσα στους άλλους. Κλίμαξ-281
Ἀγ.Ἰσαὰκ Σύρου Γνώριζε
ὅτι κάθε ἔργο, ποὺ ἐκτελεῖς χωρὶς διαλογισμὸ καὶ ἐξέτασι, εἶναι μάταιο, ἔστω
καὶ ἂν εἶναι σωστό. Διότι ὁ Θεὸς ὑπολογίζει τὴν ἀρετὴ κατὰ τὴν διάκρισι καὶ ὄχι
κατὰ τὴν ἀδιάκριτη ἐνέργεια. Φ-Ἀγ.Ἰσαὰκ
Σύρου 8β-381
Ἀγ.Βαρσανουφίου. Σὲ σύγκριση δὺο βλαβερῶν
πραγμάτων πρέπει νὰ διαλέξεις τὸ λιγότερο βλαβερό. Διότι γράφει στὸ Πατερικό,
ὅτι ἦλθε κάποιος νὰ ζητήσει νόμισμα ἀπὸ κάποιον καὶ δὲν τοῦ ἔδωσε, λέγοντάς
του, «δὲν ἔχω νὰ σοῦ δώσω». Καὶ ὅταν ἐρωτήθηκε στὴ συνέχεια, γιατὶ δὲν τοῦ
ἔδωσε, εἶπε· «διότι, ἐὰν τοῦ ἔδινα, θὰ ἦταν βλάβη γιὰ τὴν ψυχή του· καὶ διάλεξα
νὰ παραβῶ μία ἐντολὴ καὶ νὰ μὴ χάσει τελείως τὴν ψυχή του». Φ-Ἀγ.Βαρσανουφίου & Ἰωάννου 10Β-215
Ἐν τῷ Γεροντικῷ. Μεταξὺ τοῦ Ἀββᾶ
Λογγίνου καὶ τοῦ Ἀββᾶ Λουκίου διημείφθη κάποτε ὁ ἑξῆς διάλογος : Λογγῖνος :
Θέλω νὰ φύγω, νὰ ἀναχωρήσω εἰς ξένον μέρος, νὰ εἶμαι ἄγνωστος. Λούκιος : Ἐὰν
δὲν συγκρατήσῃς τὴν γλῶσσαν σου, πουθενὰ δὲν θὰ ἠμπορέσῃς νὰ παραμείνῃς ξένος·
ἀπ’ ἐναντίας καὶ εἰς τὸν τόπον αὐτόν, ποὺ εἶσαι γνωστός, ἐὰν συγκρατήσῃς τὴν
γλῶσσαν σου, θὰ εἶσαι ὡς ξένος μεταξὺ ἀγνώστων. Λογγῖνος : Θέλω νὰ νηστεύσω
αὐστηρῶς. Λούκιος : Μὴ λησμονῇς αὐτὸ ποὺ εἶπεν ὁ Προφήτης Ἡσαΐας· ὅτι δηλαδὴ
ἐὰν δυνηθῇς μὲ τὴν νηστείαν νὰ στραβώσῃς τὸν τράχηλόν σου καὶ νὰ τὸν κάμῃς ὡσὰν
τὸν κρίκον τῆς ἁλυσίδος, πάλιν δὲν πρέπει
νὰ νομίζῃς ὅτι ἡ νηστεία σου εἶναι ἀξιόλογος καὶ εὐπρόσδεκτος ἀπὸ τὸν Θεόν, ἐφ’
ὅσον δὲν κατορθώσῃς νὰ συγκρατήσῃς τοὺς πονηροὺς λογισμούς, ὥστε νὰ μὴ σὲ
ἐνοχλοῦν. Λογγῖνος: Θέλω νὰ φύγω ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, νὰ ζῶ μόνος. Λούκιος: Ἐὰν
δὲν κατορθώσῃς ἐνωρίτερον νὰ ζῇς
εἰρηνικὰ μὲ τοὺς ἀνθρώπους, ποτὲ δὲν θὰ ἠμπορέσῃς νὰ ζήσῃς μόνος σου
χωρὶς πειρασμούς. Εὐεργετινός Γ-374
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου