ΠΕΡΙ ΥΠΟΣΧΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΤΑΞΙΜΑΤΩΝ
Ἀγ.Ἀναστασίου
Σιν. Ἐρώτησις : Ἐὰν κάποιος ὁρίσει ἀπὸ μόνος του αὐτὸ
ποὺ νομίζει πὼς εἶναι καλό, ἢ ὅτι θὰ ἀπέχει ἀπὸ τὸ κρασί, ἢ τὸ κρέας, ἢ ἀπὸ τὴ
γυναίκα του, γιὰ ἕνα χρονικὸ διάστημα, ἢ κάτι ἄλλο παρόμοιο, καὶ τελικὰ δὲν
μπορέσει νὰ ἐκπληρώσει τὴν ὑπόσχεσή του, ἀλλὰ τὴν παραμελήσει, τί πρέπει νὰ
κάνει; Ἀπόκρισις
: Πρῶτον πρέπει νὰ κατηγορήσει τὴν
ἀδυναμία καὶ τὴν ἀθλιότητά του, γιατὶ ἐπιχείρησε, ἀλλὰ δὲν ἐκπλήρωσε τὴν
ὑπόσχεσή του.
Ἔπειτα ὑπάρχει καὶ εὐχὴ γιὰ τὸ θέμα αὐτὸ στὸ
Εὐχολόγιο, ποὺ ἀποδεσμεύει μὲ τὸν ἱερέα ἐκεῖνον ποὺ δέσμευσε τὸν ἑαυτό του.
Γιατὶ οἱ ἱερεῖς ἔχουν ἐξουσία ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ δένουν καὶ νὰ λύνουν τὶς ἁμαρτίες
στὸν οὐρανὸ καὶ στὴ γῆ. Τὸ ἴδιο καὶ ἐὰν κάποιος ἄνθρωπος ὁρκιστεῖ ὅτι θὰ κάνει
κάτι ἀντίθετο μὲ τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, ἀποδεσμεύεται μὲ τὴ μετάνοιά του καὶ μὲ
τὴν εὐχὴ τοῦ ἱερέα. Ἔτσι ὁ Πέτρος ποὺ ὁρκίστηκε, ὅπως νόμιζε, καλῶς, λέγοντας·
«Δὲν θὰ μοῦ πλύνεις ποτὲ τὰ πόδια», ὁ Χριστός, γνωρίζοντας ὅτι κακῶς ἀποφάσισε,
ἀμέσως τὸν ἀπάλλαξε ἀπὸ τὴν ἀπόφασή του. Ἐνῶ ὁ Ἡρώδης, ποὺ ὑποσχέθηκε γιὰ κακὸ
καὶ ἔδωσε ὅρκο στὴν Ἡρωδιάδα, καὶ ἐκπλήρωσε τὸν ὅρκο του, αὐτὸ τὸν ὁδήγησε στὴν
ἀπώλειά του. Γι’ αὐτὸ εἶναι καλὸ νὰ μὴ δεσμεύουμε τὸν ἑαυτό μας οὔτε γιὰ κάτι
καλό, οὔτε γιὰ κακό. Γιατί, ὅπου ὑπάρχει δέσμευση, ἐκεῖ γίνεται καὶ παράβαση.
Ὅπως ἔγινε καὶ στὴν περίπτωση τοῦ Ἀδάμ. Φ-Ἀγ.Ἀναστασ. Σιν. 13Γ-203
Ὑποσημείωσις 28ου Κανόνος
Μεγ.Βασιλείου. Ὅρα ὅτι ὁ Μέγας Βασίλειος λέγων παρατετηρημένως νὰ εἶναι ἀδιάφορος μόνον, καὶ ὄχι συγκεχωρημένη ἡ τῶν ὑποσχεθέντων χοιρείων κρεῶν μεταχείρισις, μᾶς δίδει νὰ καταλάβωμεν, ὅτι οὐδὲ αὐταὶ αἱ ἀξιογέλα-στοι ὑποσχέσεις, τὰς
ὁποίας ἤθελε κάμει τινὰς εἰς τὸν Θεὸν, δὲν πρέπει νὰ παραβαίνωνται, πόσω μᾶλλον δὲν πρέπει νὰ παραβῇ τινας τὰ μετὰ λόγου ταξίματα ὅπου ἤθελε κάμει πρὸς τὸν
Θεὸν; Ὅθεν ὅλοι ἐκείνοι ὅπου ἢ ἐν καιρῶ ἀνάγκης, ἢ χωρὶς ἀνάγκην, τάξουν εἰς τὸν Θεὸν ἢ νὰ γίνουν καλόγηροι, ἢ νὰ ὑπάγουν εἰς προσκύνησιν τοῦ ζωοποιοῦ
τάφου, ἢ ἄλλων ἱερῶν Μοναστηρίων καὶ λειψάνων, ἢ νὰ δώσουν ἐλεημοσύνας, ἢ νὰ συστήσουν σχολεῖα ἢ Μοναστήρια, ἢ νὰ κάμουν τὴν τάδε νηστείαν, ἢ ἀλλην
ἀγαθοεργίαν καὶ ἀρετὴν, αὐτοὶ χρεωστοῦν, ὄχι μόνο ἐξ ἅπαντος νὰ τελειώνουν τὰ ταξίματα αὐτά, ἀλλὰ καὶ μιίαν ὥραν πρότερον χωρὶς νὰ ἀναβάλουν τὸν καιρὸν,
διατὶ ἂν βραδύνουν νὰ τὰ τελειώσουν μεγάλως ἁμαρτάνουν. Πηδάλιον. σελ. 609
Ὑποσημείωσις 28ου Κανόνος
Μεγ.Βασιλείου. Ὅθεν
ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος ὁ Θεός, ποτὲ μὲν μὲ τὸ στόμα τοῦ Πρφήτου Μωϋσέως λέγει, «Ἐὰν
δὲ εὔξῃ εὐχὴν Κυρίῳ τῷ Θεῷ σου, οὐ χρονιεῖς ἀποδοῦναι αὐτήν ὅτι ἐκζητῶν
ἐκζητήσει Κύριος ὁ Θεός σου παρὰ σοῦ, καὶ ἔσται ἐν σοὶ ἁμαρτία». (Δεύτερ. κγ΄,21)
ποτὲ δὲ μὲ τὸ στόμα τοῦ σοφοῦ Σειράχ. «Μὴ ἐμποδισθῇς τοῦ ἀποδοῦναι εὐχὴν
εὐκαίρως, καὶ μὴ μείνῃς ἕως θανάτου δικαιωθῆναι» (Σειράχ. ιη΄,22). Ἀπὸ δὲ τὸ ἄλλο
μέρος ὁ θεῖος Γρηγόριος ὁ Διάλογος ἐλέγχει τὴν Ῥου-στικιανὴν πατρικίαν Ῥωμαίων,
διὰ τὶ ὑπεσχέθη μὲν νὰ ὑπάγῃ νὰ προσκυνήσῃ εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα, ἔπειτα πηγαίνουσα
εἰς Κωνστα-ντινούπολιν ἕνα ἐκεῖθεν ἀπέλθῃ, ἐχασομέρει, καὶ δὲν ἐτελείονε τὸ
συντομώτερον τὴν ὑπόσχεσίν της. Διὰ τοῦτο ἐκεῖνοι ὁποῦ παραβαίνουν τὰς πρὸς τὸν
Θεὸν ὑποσχέσεις των καὶ ταξίματα, καὶ μάλιστα ἐκεῖνοι ὁποῦ τάξουν νὰ γένουν
Καλόγηροι καὶ δὲν γίνονται, ἐξολοθρεύονται καὶ αὐτοί, καὶ τὰ ὀσπήτιά των, καὶ
προκοπὴν κἀμμίαν δὲν βλέπουσιν εἰς ταύτην τὴν ζωήν, ἐπειδή, πρὶν μὲν νὰ τάξουν,
πρέπει νὰ στοχάζωνται τὸν ἑαυτόν τους ἄν ἦναι ἱκανοὶ νὰ τελειώσουν τὸ τάξιμόν
των, ἀφ’ οὗ δὲ τὸ τάξουν μίαν φοράν, πλέον
δὲν δύνανται νὰ τὸ παραβοῦν, διὰ τὶ πειράζουσι καὶ γελοῦσι τὸν Θεόν, ὡς λέγει ὁ
Σειρὰχ (Κεφ. ιη΄,22). «Πρὶν εὔξασθαι ἑτοίμασον σεαυτὸν καὶ μὴ γίνου ὡς
ἄνθρωπος πειράζων τὸν Κύριον.» Ἐὰν δὲ δὲν θέλουν νὰ τάξουν, εἰς τοῦτο ἁμαρτίαν
δὲν ἔχουν, ἀλλ’ οὔτε ὁ Θεὸς τοὺς βιάζει. «Ἐὰν γάρ, φησι, μὴ θέλῃς εὔξασθαι, οὐκ
ἔσιν ἐν σοὶ ἁμαρτία». (Δευτερονομ. αὐτόθι). Ἄς ἀκούσουν καὶ τὸν Προφήτην Δαβίδ
λέγοντα, «Ἀποδώσω σοι τὰς εὐχάς μου, ἄς διέστειλε τὰ χείλη μου καὶ ἐλάλησε τὸ
στόμα μου ἐν τῇ θλίψει μου» (Ψαλμ. 65,13)· καὶ τὸν Ἰωνᾶν «Ὅσα ηὐξάμην, ἀποδώσω
σοι εἰς σωτηρίαν μου τῷ Κυρίῳ». Πηδάλιον. σελ. 609
Ὑποσημείωσις 28ου Κανόνος
Μεγ.Βασιλείου. Καὶ
τοῦτο δὲ πρέπει νὰ σημειώσωμεν ἐδῶ· ὁ Θεὸς προστάζει εἰς τοὺς Ἀριθμοὺς (Κεφ.
λ΄,1) πῶς, ἀνίσως θυγάτηρ τινὸς νέα (ὑπεξουσία οὖσα δηλαδὴ ἀκόμη εἰς τὸν πατέρα
της, κατὰ τὸν Θεοδώρητον καὶ Προκόπιον) τάξῃ κἀμμίαν ὑπόσχεσιν πρὸς τὸν Θεόν,
καὶ ὁ πατήρ της ἀκούσας την τοιαύτην ὑπόσχεσιν, σιωπήσῃ καὶ δὲν εἰπῇ τίποτε, ἡ
ὑπόσχεσις αὐτὴ πρέπει ἐξάπαντος νὰ μένῃ βεβαία καὶ νὰ τελειοῦται. Εἰ δὲ ὁ πατήρ
της δὲν θελήσῃ τὴν τοιαύτην ὑπόσχεσιν, ἀλλ’ ὅταν
τὴν ἀκούσῃ, τῆς εἰπῇ ὅτι δὲν στέργει, ἡ ὑπόσχεσις αὕτη νὰ γίνεται ἄκυρος, καὶ ὁ
Κύριος θέλει συγχωρήσει τὴν ὑποσχεθεῖσαν γυναῖκα διὰ τὴν παράβασιν τῆς
τοιαύτης ὑποσχέσεως. Τοῦτο τὸ ἴδιον προστάζει νὰ γίνεται καὶ εἰς τὴν ὕπανδρον
γυναῖκα, ἄν ὁ ἄνδρας της σιωπήσῃ, ἤ ἐναντιωθῇ εἰς τὴν ὑπόσχεσιν τῆς γυναικός
του. Ἐντεῦθεν λοιπὸν ἀντιστρόφως συνάγεται, ὅτι καὶ ἄν οἱ γονεῖς ὁποῦ ἔχουν
ὑπεξούσια τέκνα των τὰ τάξουν εἰς τὸν Θεὸν νὰ καλογηρεύσουν, ἤ ἄλλην
ἀγαθοεργίαν νὰ κάμουν, παρα-κινηθέντες ἀπὸ κίνδυνον ἀσθενείας, ἤ ἀπὸ ἄλλο
σύμβαμα, χρεωστοῦν τὰ τοιαῦτα τέκνα νὰ τελειώσουν τὸ τοιοῦτο τάξιμον ὁποῦ
ἔκαμαν περὶ αὐτῶν οἱ γονεῖς των, κἄν καὶ γένουν αὐτεξούσια καὶ ἐλεύερα ἀπὸ τὴν
ὑπεξουσιότητα, διατί, ὅταν ἐτάχθησαν, ἦσαν ὑπεξούσια καὶ μάλιστα ἄν αὐτὰ
ἐσιώπησαν ὅταν τὰ ἔταζαν οἱ γονεῖς των. Πρέπει ὅμως καὶ οἱ γονεῖς νὰ ἐνθυμίζουν
εἰς τὰ τοιαῦτα τέκνα τὸ τάξιμον αὐτό, καὶ μάλιστα, ἄν τὰ ἔταξαν νὰ
καλογηρεύσουν, πρέπει νὰ τὰ γυμνάζουν καὶ νὰ τὰ παιδαγωγοῦν πρὸς τοιαύτην ζωήν,
προσφέροντές τα εἰς τὸν Θεόν, ὡς ἡ Ἄννα τὸν Σαμουήλ. Ἕως πότε δὲ εἶναι τὰ τέκνα
ὑπεξούσια, ὅρα τὸν μβ΄. τῆς ἐν Καρθαγ. Ὅρα δὲ καὶ τὸν ιθ΄. τῆς ἐν Ἀγκύρᾳ, πῶς
κανονίζει ἐκείνους. Πηδάλιον. σελ. 609
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου