PAGES

Παρασκευή 9 Ιουνίου 2000

ΠΕΡΙ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΥ

ΠΕΡΙ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΥ
πειδὴ ὁ Παράδεισος ἔγινε διὰ τὸν Ἄνθρωπον, ὁ δὲ Ἄνθρωπος εἶναι αἰσθητὸς καὶ νοητὸς, μὲ σῶμα καὶ ψυχὴν, λοιπὸν καὶ ὁ Παράδεισος εἶναι αἰσθητὸς καὶ νοητός, ἐπίγειος καὶ Οὐράνιος. Ἀποστολικὴ Σαγήνη σελ. 223

Εἰς τὸ πλέον, ὑψηλόν, καθαρόν, εὐγενικὸν καὶ εὐωδέστατον μέρος τῆς γῆς εἶναι οὗτος ὁ αἰσθητὸς καὶ ἐπίγειος Παράδεισος, μὲ διάφορα καὶ ποικιλοειδῆ δένδρα κεκοσμημένος, μὲ εὐωδέστατα καὶ μυρίπνοα ἄνθη ἐστολισμένος, καὶ μὲ τερπνοτάτους καὶ γλυκυτάτους καρποὺς πεπλουτισμένος· ἐκεῖ μέσα ἡ γῆ του εἶναι τόσον εὐώδης, εὔκαρπός τε καὶ καθαρὰ ὡς σχεδὸν κρύσταλλος, καὶ ἀργυροχρυσοειδὴς καὶ λαμπρὰ ἤ μᾶλλον εἰπεῖν λαμπροτέρα χρυσίου καὶ ἀργυρίου, μαργαροειδής, σμαραγδοειδὴς καὶ ποικιλόχροος, ἡ ὁποία ἀποδίδει πρὸ τῆς σκαφῆς τοὺς καρποὺς· ἤ νὰ εἰπῶ
· ἀληθέστερον, εἶναι πάντοτε, νῦν, καὶ ἀεί, καὶ εἰς ἀπεράντους αἰῶνας ἀμετάβλητος, ἄτρεπτος ἀπὸ τὴν ὡραιοτάτην ἐκείνην μορφὴν καὶ καλλονήν, ὅπου πανσόφως, ὁ ἀρχιτέκτων καὶ ἀρχιτεχνίτης Θεός, μὲ μόνον λόγον ἐξ ἀρχῆς τὸν ἐφύτευσεν ἐν Ἐδὲμ, ἄφθαρτον, ἀμόλυντον, καθαρόν, λεπτόν, λαμπρόν, φωτεινόν, μέσα εἰς τὸν ὁποῖον ὁ αἰσθητὸς οὗτος ἤλιος λάμπει μὲ θαυμασιωτάτην καὶ ὑπερβάλλουσαν λαμπρότητα ἡμέρας τε καὶ νυκτός· ἐκεῖ δὲν διαδέχεται ἡ ἡμέρα τὴν νύκτα, καὶ ἡ νὺξ τὴν ἡμέραν, ἀλλ’ ἔστι μία ἡμέρα ἀνέσπερος τε καὶ διαυγής, τόπος φωτεινός, χλοερός, ἀναψύξεως, ἔνθα ἀπέδρα πᾶσα λύπη καὶ στεναγμός, καὶ ὀδύνη· ἐκεῖ μέσα ἐμφαίνεται ἤ μᾶλλον εἰπεὶν λάμπει καὶ ἀκτινοβολεῖ ἐμφανέστερον, καὶ ἐκτυπώτερον, καὶ τὸ ἀνεκλάλητον καὶ ὑπέρλαμπρον φῶς τοῦ νοητοῦ τῆς Δικαιοσύνης Ἡλίου· ἐκεῖ μέσα εἶναι τὰ νερὰ λαμπρὰ καθαρά, γλυκὰ ἤ μᾶλλον εἰπεῖν γλυκύτερα  ὑπὲρ μέλι καὶ κηρίον, μυριστικά, εὐώδη· ἐκεὶ μέσα φυσᾷ εἷς γλυκὺς καὶ δροσερὸς ζέφυρος, ὁ ὁποῖος εἶναι τόσον εὐώδης καὶ μοσκοβολημένος, ὅπου διαδιδόμενος καὶ εἰς τὰ ἐγγύς μέρη, κάμνει τὰ δένδρα καὶ τὰς βοτάνας ὅλας τῶν μερῶν ἐκείνων εὐώδεις καὶ ἀρωματικάς· καὶ εἶναι μὲ ἕνα λόγον ὁ αἰσθητὸς οὗτος καὶ ἐπίγειος Παράδεισος ἡνωμένος σχεδὸν μὲ τὸν νοητόν, καθὼς ἦτο καὶ ἡ ψυχῆ τοῦ Ἀδὰμ καὶ τῆς Εὔας, ἡνωμένη μὲ τὸ σῶμα διὰ τοὺς ὁποίους καὶ ἔγινε. Ἀποστολικὴ Σαγήνη σελ. 223
νοητὸς Παράδεισος, ἂν ἐρωτᾷς, ποῦ εἶναι, σοῦ ἀποκρίνομαι, εἰς τὸν πᾶν, καὶ εἰς τὸ ὑπὲρ πᾶν· ἀόρατος, ἀκατάληπτος, ἀνέκφρα-στος, ἀνεκδιήγητος, ἀπεριόριστος καὶ ἀπερίγραπτος· καὶ οὗτος εἶναι ὁ ἐν Τριάδι ὑμνούμενός τε καὶ δοξαζόμενος τῶν ὅλων Θεός, Πατήρ, Υἱός καὶ Ἅγιον Πνεῦμα, τὸ φῶς τὸ ἀληθινόν, ὂ φωτίζει πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τὸν κόσμον, ὁ ἄδυτος καὶ ἀνέ-σπερος τῆς δικαιοσύνης Ἥλιος· τί εἴδους δὲ εἶναι οὐδεὶς εἶδεν, οὔτε οἱ Ἄγγελοι τοῦ Οὐρανοῦ· οὐδεὶς γὰρ Θεὸν ἑώρακε πώποτε· μέσα λοιπὸν εἰς τοῦτον τὸν νοητὸν Παράδεισον εἶναι καθ’ ὑπερβολὴν κατ’ἐξοχήν, ἐντελῶς ὅλαι αἱ δόξαι, ὅλαι αἱ χάριτες, ὅλαι αἱ λαμπρότητες, ὅλαι αἱ μακαριότητες, ὅλοι οἱ θησαυροί, ὅλαι αἱ εὐτυχίαι, ὅλαι αἱ εὐδαιμονίαι· ὅλα, ὅλα τὰ ἀγαθὰ «ἂ ὀφθαλμὸς οὐκ εἶδε, καὶ οὗς οὐκ ἤκουσε καὶ ἐπὶ καρδίαν Ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη ποτέ·» καὶ χαρὰ εἰς ἐκεῖνον, ὅπου τὸν ἀποκτήσει ἀπ’ἐδῶ ἔτι μέσα εἰς τὴν ψυχήν του· διότι ὁ τοιοῦτος θέλει γένῃ καὶ πρὸ τοῦ θανάτου ἀθάνατος, καὶ μετὰ θάνατον μεμακαρισμένος ἐν γενεαῖς γενεῶν εἰς ἀπεράντους καὶ ἀτελευτήτους αἰῶνας αἰώνων. Ἀποστολικὴ Σαγήνη σελ. 224
Ἀγ.Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ. Ἐπειδὴ ἐπρόκειτο νὰ πλάσῃ ὁ Θεὸς τὸν ἄνθρωπον κατ’ εἰκόνα καὶ ὁμοίωσιν, ἀπὸ ὁρατὴν καὶ ἀόρατον φύσιν, ὡσὰν ἕνα βασιλέα καὶ ἐξουσιαστὴν ὅλης τῆς γῆς καὶ ὅσων ὑπάρχουν εἰς αὐτήν, δι’ αὐτὸ ἑτοιμάζει ἐκ τῶν προτέρων, πρὸς χάριν του, ὡσὰν ἕνα ἀνάκτορον, μέσα εἰς τὸ ὁποῖον ἄν κατοικῇ θὰ ἔχῃ ζωὴν μακαρίαν καὶ τρισευτυχισμένην. Καὶ αὐτὸς ὁ τόπος ἦταν ὁ θεῖος παράδεισος, ποὺ εἶχε φυτευθῇ μὲ τὰ χέρια τοῦ Θεοῦ, ταμεῖον κάθε χαρᾶς καὶ κάθε εὐχαριστήσεως· ἡ λέξις δηλαδὴ Ἐδὲμ ἑρμηνεύεται τρυφή. Ἔργα Ἀγ.Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ. ΕΠΕ 1,201
Ἀγ.Ἰωάν. Δαμασκηνοῦ. Ἦταν βέβαια εἰς τὴν ἀνατολὴν καὶ εὑρίσκετο ὑψηλότερα ἀπὸ ὅλην τὴν γῆν, ἀλλὰ εἶχεν εὔκρατον κλῖμα καὶ ἀκτινοβολοῦσεν ἀπὸ τὸν λεπτότατον καὶ ὁλοκάθαρον ἀέρα, κατάφυτος ἀπὸ ἀειθαλῆ φυτά, γεμάτος ἀπὸ εὐωδίαν, γεμάτος ἀπὸ φῶς, ὁ ὁποῖος ξεπερνᾷ κατὰ τὴν φαντασίαν κάθε ἐποχὴν τοῦ ἔτους, ποὺ τὴν ἀντιλαμβανόμεθα μὲ τὰς αἰσθήσεις, καὶ κάθε ὀμορφιά, πράγματι θεῖος τόπος καὶ ἀξία κατοικία τοῦ ἀνθρώπου ποὺ ἐπλάσθη κατ’ εἰκόνα Θεοῦ, μέσα εἰς τὸν ὁποῖον δὲν ἐσύχνα-ζε κανένα ἀπὸ τὰ ἄλογα ζῶα, ἀλλὰ μόνον ὁ ἄνθρωπος, τὸ πλαστούργημα τῶν θείων χεριῶν. Ἀγ.Ἰ.Δαμασκηνοῦ. ΕΠΕ 1,201-203
Ἀγ.Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ. Μερικοὶ βέβαια ἐφαντάσθησαν τὸν παράδεισον αἰσθητὸν καὶ ἄλλοι νοητόν. Ἐγὼ ὅμως ἔχω τὴν γνώμην ὅτι, ὅπως ὁ ἄνθρωπος εἶχε δημιουργηθῇ αἰσθητὸς καὶ συγχρόνως νοητός, ἔτσι καὶ τὸ ἱερώτατον τέμενός του εἶχε δημιουργηθῇ συγχρόνως αἰσθητὸν καὶ νοητὸν καὶ μὲ διπλῆν ὄψιν· διότι μὲ τὸ σῶμα ἐκατοικοῦσεν εἰς τὸν θεϊκώτατον καὶ ὡραιότατον τόπον, ὅπως ἐξιστορήσαμεν, μὲ τὴν ψυχὴν ὅμως εὑρίσκετο εἰς ἀνώτερον καὶ ἀκόμη ὡραιότερον τόπον, ἔχοντας ὡς κατοικίαν τὸν ἔνοικόν του Θεὸν καὶ ἔνδοξον ἔνδυμα τὸν ἴδιον τὸν Θεόν, καὶ ἐνδεδυμένος τὴν χάριν του καὶ ἀπολαμβάνοντας τὸν μοναδικὸν γλυκύτατον καρπόν, δηλαδὴ τὴν θεωρίαν τοῦ προσώπου του, ὡσὰν ἄλλος ἄγγελος, καὶ τρεφόμενος μὲ αὐτήν, ἡ ὁποία, ὡς γνωστόν, ἄξια ἔχει ὀνομασθῇ δὲνδρον τῆς ζωῆς· διότι ἡ γλυκύτης τῆς θείας κοινωνίας μεταδίδει εἰς αὐτούς, ποὺ γίνονται μέτοχοί της, ζωὴν ποὺ δὲν διακόπτεται ἀπὸ τὸν θάνατον, καὶ τὸ ὁποῖον ὡς γνωστὸν ὠνόμασεν ὁ Θεὸς «πᾶν ξύλον» λέγοντας· «Ἀπὸ παντὸς ξύλου τοῦ ἐν τῷ παραδείσῳ βρώσει φάγεσθε»· διότι ὁ ἴδιος εἶναι τὸ πᾶν, ποὺ μέσα εἰς τὴν ὕπαρξίν του καὶ διὰ τῆς δημιουργικῆς του δυνάμεως τὸ πᾶν ἐσχηματίσθη. Ἔργα Ἀγ.Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ. ΕΠΕ 1,205-207
Ἀγ.Ἐπιφανείου. «Καὶ ὁ παράδεισος», λέγει, «βρισκόταν ἀνατολικὰ τῆς Ἐδέμ, καὶ πηγὴ ἀνέβαινε ἀπὸ τὴν Ἐδέμ». Δὲν εἶπε «κατέβαινε», γιὰ νὰ μὴ σκεφτοῦμε ὅτι ἡ Ἐδὲμ βρισκόταν στὸν οὐρανό. Γιατί, ἂν βρισκόταν στὸν οὐρανό, θὰ ἔλεγε ὅτι κατεβαίνει ἀπὸ πάνω. Ἀλλὰ λέγει· «Ποταμὸς πηγάζει ἀπὸ τὴν Ἐδὲμ καὶ χωρίζεται σὲ τέσσερις παραπόταμους». Φ-Ἀγ.Ἀναστασίου Σιναΐτου τομ. 13Β-307
Ἀγ.Ἐπιφανείου. «Τὸ ὄνομα τοῦ ἑνὸς εἶναι Φείσων», ὁ ὁποῖος ἀπὸ τοὺς Ἰνδοὺς καὶ Αἰθίοπες ὀνομάζεται Γάγγης καὶ ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες ἐπονομάζεται Ἰνδός, καὶ περικυκλώνει ὅλη τὴ χώρα Εὐϊλάτ, καὶ τὴ μικρὴ Αἰθιοπία καὶ τὴ μεγάλη, τὰ μέρη τῶν Εὐϊλέων, Εὐϊλέοι λέγει ὅτι εἶναι οἱ κάτοικοι τῆς ἐσώτατης Ἰνδίας. Καὶ διασχίζει τὴ μεγάλη Αἰθιοπία, καὶ διασχίζοντας τὰ τρία Γάδειρα, χύνεται νοτιοδυτικὰ στὸν μεγάλο Ὠκεανὸ καὶ κυκλώνει ὅλη τὴ γῆ. Φ-Ἀγ.Ἀναστασίου Σιναΐτου τομ. 13Β-307
Ἀγ.Ἐπιφανείου. Δεύτερος ποταμὸς εἶναι ὁ Γεών, ὀνομαζόμενος καὶ Νεῖλος, ποὺ κατεβαίνει πρὸς τὴν Αἰθιοπία καὶ διασχίζει τὴ μικρὴ Αἰθιοπία, καὶ τὸν Ἀνουβίτη, τὸν Βλεμύα καὶ τὸν Ἀξονίτη, καὶ πλημμυρίζοντας τὰ μέρη τῆς Θηβαΐδας καὶτῆς Αἰγύπτου, πέφτει σ’ αὐτὴ τὴ θάλασσα. Ἂν ὅμως κάποιος δὲν πιστεύει, ἂς ἀκούσει τὸν Ἰερεμία ποὺ λέγει· «Τί θέλετε σεῖς στὴ χώρα τῆς Αἰγύπτου, γιὰ νὰ πιεῖτε τὸ θολωμένο νερὸ τοῦ Γεών;» Φ-Ἀγ.Ἀναστασίου Σιναΐτου τομ. 13Β-307
Ἀγ.Ἐπιφανείου. Τρίτος εἶναι ὁ Τίγρης, ποὺ περνάει μπροστὰ ἀπὸ τὴ χώρα τῶν Ἀσσυρίων, διαχωρίζει τὰ μέρη τῆς Ἀνατολῆς, χάνεται κάτω ἀπὸ τὴ γῆ, καὶ ἐμφανίζεται πάλις τὴν Ἀρμενία, ἀνάμεσα ἀπὸ τοὺς Καρδιαίους καὶ Ἀρμενίους, καὶ ξαναπηγάζει καὶ πάλι καὶ διαχωρίζεται στὴ χώρα τῶν Ἀσσυρίων. Φ-Ἀγ.Ἀναστασίου Σιναΐτου τομ. 13Β-307
Ἀγ.Ἐπιφανείου.Τέταρτος εἶναι ὁ Εὐφράτης, ποὺ καὶ αὐτὸς χάνεται κάτω ἀπὸ τὴ γῆ, καὶ ἐμφανιζόμενος πάλι στὴν Ἀρμενία, πλημμυρίζει τὴν Περσία. Φ-Ἀγ.Ἀναστασίου Σιναΐτου τομ. 13Β-307
Ἀγ.Διονυσίου Ἀλεξ. Ἒὰν ἰσχυρίζεσαι, ὅτι ὁ παράδεισος δὲν εἶναι μέρος τοῦ κόσμου, οὔτε δημιουργήθηκε μέσα σ’ αὐτόν, οὔτε ὅτι εἶναι γραμμένο πὼς ὁ Θεὸς μαζὶ μὲ τὰ ἄλλα δημιουργήματα ἀναπαύθηκε καὶ γι’ αὐτόν, ἀλλὰ εἶναι κάποιος ὑπεργήινος τόπος, τότε πῶς τὸν γήϊνο ἄνθρωπο ποὺ ἔπλασε τὸν ἔβαλε ἐκεῖ; Καὶ πῶς ὁ Θεὸς ἐκεῖ ὅπου ἔπλασε τὸν ἄνδρα καὶ τὴ γυναίκα ἔπλασε ἐπίσης ἀπὸ τὸ χῶμα ὅλα τὰ θηρία τοῦ ἀγροῦ καὶ τὰ πτηνὰ τοῦ οὐρανοῦ, καὶ τὰ ὁδήγησε ὅλα σ’ αὐτὸν γιὰ νὰ δεῖ πῶς θὰ τὰ ὀνομάσει; Ποῦ ἦταν ἐκεῖ τὸ θανατηφόρο δένδρο καὶ τὸ ἀπατηλό φίδι; Ἑπομένως ἂς σκέφτεται ὁ καθένας, ὅτι πραγματικὰ φυτεύτηκε στὴ γῆ καὶ ὄχι στὸν οὐρανό· γιατὶ εἶναι τόπος τῆς Ἀνατολῆς καὶ περιοχὴ ἐκλεγμένη. Φ-Ἀγ.Ἀναστασίου Σιναΐτου τομ. 13Β-309
Ἀγ.Ἰσαάκ Σύρου. Πολλὲς μονὲς τοῦ Πατρὸς ὀνομάζει ὁ Σωτὴρ τὶς πνευματικὲς βαθμίδες τῶν κατοικούντων σ’ ἐκείνη τὴν χώρα, δηλαδὴ τὶς διακρίσεις καὶ ποικιλίες τῶν πνευματικῶν χαρισμάτων, τὰ ὁποῖα ἀπολαύουν κατά διάνοια. Διότι εἶπε τὴν φράσι, «πολλὲς μονές», ὄχι γιὰ τὴν διαφορὰ τόπων, ἀλλὰ τὴν τάξι χαρισμάτων. Ὅπως ὁ καθένας ἀπολαύει τὸν αἰσθητὸ ἥλιο κατὰ τὴν καθαρότητα τῆς ὀπτικῆς δυνάμεως καὶ ἀντιλήψεως, καὶ ὅπως ἑνὸς λύχνου ποὺ φέγγει σ’ ἕνα σπίτι ἡ λάμψις φαίνεται διαφορετικὴ στὸν καθένα, χωρὶς τὸ φῶς νὰ μοιράζεται σὲ πολλὲς λάμψεις, ἔτσι κατὰ τὸν μέλλοντα αἰῶνα ὅλοι οἱ δίκαιοι κατοικοῦν σὲ ἕναν τόπο ἀδιαίρετο, ἀλλὰ ὁ καθένας καταυγάζεται σύμφωνα μὲ τὴν ἀξία του ἀπὸ ἕνα νοητὸ ἥλιο, παίρνει δηλαδὴ τὴν εὐφροσύνη σὰν ἀπὸ ἕνα ἀέρα, ἕνα τόπο, μιὰ ἕδρα, μιὰ θεωρία καὶ ἕνα σχῆμα. Φ-Ἀγ.Ἰσαάκ Σύρου. ΕΠΕ 8Β, 339-341
Ἀγ.Ἰσαάκ Σύρου. Καὶ δὲν βλέπει κανεὶς τὰ μέτρα τοῦ συντρόφου του, οὔτε τοῦ ἀνωτέρου οὔτε τοῦ κατωτέρου, ὥστε ἡ θέα τῆς ἀνώτερης χάριτος τοῦ συντρόφου του καὶ τῆς κατωτερότητος τῆς δικῆς του νὰ μὴ τοῦ γίνουν αἰτία λύπης καὶ ἀδημονίας. Δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ συμβῆ αὐτὸ ἐκεῖ ὅπου δὲν ὑπάρχει λύπη οὔτε στεναγμός· ἀλλὰ ὁ καθένας εὐφραίνεται ἐσωτερικὰ κατὰ τὴν χάρι ποὺ τοῦ ἐδόθηκε καὶ κατὰ τὴν τάξι του, καὶ εἶναι μία ἡ ἐξωτερικὴ θέα ὅλων καὶ μία ἡ χαρά. Ἐκτὸς ἀπὸ αὐτὲς τὶς δύο τάξεις δὲν ὑπάρχει ἄλλη μεσαία τάξις. Καὶ ἐννοῶ μιὰ τὴν ἄνω τάξι καὶ μιὰ τὴν κάτω, ἀλλὰ μέσα σ’ αὐτὲς ὑπάρχουν διάφοροι τρόποι ἀμοιβῶν. Φ-Ἀγ.Ἰσαάκ Σύρου. ΕΠΕ 8Β, 341

Δεν υπάρχουν σχόλια: