PAGES

ΘΕΙΑ ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ ΕΙΣ ΤΟΝ ΑΒΒΑ ΜΑΚΑΡΙΟΝ ΔΙΑ ΤΑΣ ΜΕΘΟΔΙΑΣ ΤΟΥ ΔΙΑΒΟΛΟΥ

ΑΒΒΑ ΜΑΚΑΡΙΟΥ
ΘΕΙΑ ΑΠΟΚΑΛΥΨΙΣ ΕΙΣ ΤΟΝ ΑΒΒΑ ΜΑΚΑΡΙΟΝ
ΔΙΑ ΤΑΣ ΜΕΘΟΔΙΑΣ ΤΟΥ ΔΙΑΒΟΛΟΥ.
Κάποτε ὁ Ἀββᾶς Μακάριος ἀνεχώρησε διὰ τὴν βαθυτέραν ἔρημον. Καθ’ ὁδὸν συνήντησεν ἕνα γηραλέον, ὁ ὁποῖος ἦτο πάρα πολὺ φορτωμένος μὲ ἕνα περίεργον φορτίον. Εἰς ὅλα τὰ σημεῖα τοῦ σώματός του εἶχε διάφορα ἀγγεῖα. Εἰς ἕκαστον δὲ ἀγγεῖον ὑπῆρχε καὶ ἀπὸ ἕνα πτερόν. Αὐτὸ δὲ τὸ περίεργον φορτίον εἶχε ὡς ἔνδυμα. 
Μόλις εἶδεν αὐτὸν τὸν γέροντα ὁ Ἀββᾶς Μακάριος ἐσταμάτησε κατάπληκτος.
- Τί κάμνεις περιπλανώμενος εἰς αὐτὸν τὸν ἔρημον τόπον; ἠρώτησε τὸν Ἀββᾶν ὁ γέρων.
- Θέλω νὰ εὕρω τὸν Θεὸν εἰς τὴν ἥσυχον αὐτὴν ἐρημίαν καὶ νὰ φύγω τὴν πλάνην, ἀπήντησεν ὁ Ἀββᾶς·  σὺ ὅμως, ἐξήγησέ μου, γέροντα, ποῖος εἶσαι; Διότι ὁ τρόπος τῆς ἐνδυμασίας σου εἶναι παράξενος καὶ ἀσυνήθιστος ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους·  αὐτὰ δὲ μὲ τὰ ὁποῖα εἶσαι φορτωμένος τί εἶναι;
Ὁ παράξενος ἐκεῖνος διαβάτης τότε, πιεζόμενος κατὰ τρόπον ἀόρατον ἀπὸ τὴν δύναμιν τοῦ Θεοῦ καὶ χωρὶς νὰ θέλῃ ὡμολόγησε τὴν ἰδιότητά του.
- Ἐγὼ εἶμαι – εἶπεν – αὐτός, ποὺ σεῖς ὀνομάζετε Διάβολον ἢ Σατανᾶν. Αὐτὰ δὲ τὰ ὁποῖα φέρω ὡς ἔνδυμα εἶναι τὰ φάρμακά μου, μὲ τὰ ὁποῖα ἀποπλανῶ τοὺς ἀνθρώπους καὶ τοὺς τραβῶ κοντά μου. Ἓν ἕκαστον ἐκ τῶν ἀγγείων περιέχει καὶ τὸ κατάλληλον δι’ ἕκαστον μέρος ἢ μέλος τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος δόλωμα, μὲ τὸ ὁποῖον τὸν παρασύρω εἰς τὴν ἁμαρτίαν. Μὲ αὐτὰ δὲ τὰ πτερὰ τῶν  ἐπιθυμιῶν ἀναστατώνω τὰς καρδίας των καὶ τοιουτοτρόπως καταστρέφω αὐτοὺς ποὺ δίδουν ἐμπιστοσύνην εἰς ἐμένα. Ἀφοῦ δὲ τὰ ἐπι-τύχω ὅλα αὐτὰ διασκεδάζω καὶ χαίρομαι διὰ τὴν πτῶσιν αὐτῶν, ποῦ νικῶνται ἀπὸ ἐμένα.
Μόλις ἤκουσεν αὐτὰ ὁ Ἀγ. Μακάριος, χωρὶς νὰ χάσῃ τὸ θάρρος του, εἶπε πρὸς τὸν Διάβολον.
- Ἀφοῦ πλέον ὁ Χριστὸς διὰ τοῦ σταυρικοῦ Του θανάτου σὲ κατέστησε παίγνιον εἰς τοὺς πιστούς του δούλους, πῶς ἔχεις τὴν δύναμιν νὰ καυχᾶσαι ἀκόμα διὰ νίκας ἐναντίον τῶν ἀνθρώπων; Ἐν πάσῃ περιπτώσει φανέρωσέ μου τὴν δύναμιν ἑνὸς ἑκάστου ἀπὸ τὰ εἴδη τῶν φαρμάκων. Ἄλλως τε δι’ αὐτὸ ἐπέτρεψεν ὁ Θεὸς νὰ φανερωθῇ ἐμπρός μου διὰ νὰ μάθωμεν τοὺς διαφόρους τρόπους, μὲ τοὺς ὁποίους ἐξαπατᾷς τοὺς ἀνθρώπους, καὶ νὰ μὴ ἐμπιστευώμεθα πλέον εἰς τὰς συμβουλάς σου.
Εἰς αὐτὰ ὁ Διάβολος ἀπήντησε. - Χωρὶς νὰ θέλω, εἶμαι ὑποχρεωμένος νὰ σοῦ φανερώσω τὰ μυστικὰ τῆς ἐπιστήμης μου, διότι αὐτὸς ποὺ ἐπρονόησε νὰ ἰδῇς αὐτά, ἐκεῖνος μὲ ὑποχρεώνει καὶ μένα αὐτὴν τὴν στιγμὴν νὰ σοῦ ὁμιλήσω δι’ αὐτὰ ὅλα· μάθε λοιπὸν τὴν χρησιμότητα ἑνὸς ἑκάστου ἀγγείου.
Ὅταν εὕρω κάποιον νὰ μελετᾷ συνεχῶς τὸν Νόμον τοῦ Κυρίου (τὴν Ἁγίαν Γραφήν), προσπαθῶ νὰ τὸν ἐμποδίσω ἀπὸ τὸ ἔργον αὐτό· πρὸς τοῦτο ἐπαλείφω αὐτὸν ἀπὸ τὸ περιεχόμενον τοῦ ἀγγείου ποὺ ἔχω εἰς τὴν κεφαλήν μου καὶ τοιουτοτρόπως τοῦ προκαλῶ πονοκέφαλον. Ἐκεῖνον πάλιν, ποὺ πρόκειται νὰ ἀγρυπνήσῃ τὴν νύκτα, προσευχόμενος καὶ ὑμνῶν τὸν Θεόν, τὸν ἀλείφω μὲ τὸ πτερὸν ἀπὸ τὸ περιεχόμενον τοῦ ἀγγείου, ποὺ ἔχω εἰς τὰ φρύδια μου καὶ μὲ τὸν τρόπον αὐτὸν τοῦ φέρω νύστα καὶ τὸν ἀναγκάζω νὰ κοιμᾶται. Αὐτὰ τὰ ἀγγεῖα, ποὺ ἔχω κοντὰ εἰς τ’ αὐτιά μου, ἔχουν προετοιμασθῆ διὰ νὰ ἐπιτυγχάνουν τὴν παρακοήν, μὲ αὐτὰ δὲ ξεγελῶ αὐτοὺς ποὺ θέλουν νὰ σωθοῦν, ὥστε νὰ μὴ ἀκοῦν συμβουλὰς καὶ λόγους ἀληθείας. Μὲ αὐτὰ ποὺ ἔχω κοντὰ εἰς τὴν μύτην μου παρακινῶ τοὺς νέους εἰς πορνείαν ἐρεθίζων αὐτοὺς μὲ εὐωδιασμένα μύρα. Μὲ τὰ φάρμακα ποὺ ἔχω εἰς τὰ ἀγγεῖα, ποὺ εἶναι κοντὰ εἰς τὸ στόμα μου, δελεάζω τοὺς ἀσκητὰς μὲ τὴν ἡδονὴν φαγητῶν, διὰ νὰ τοὺς καταντῶ εἰς τὴν πολυφαγίαν καὶ νὰ κάνουν αὐτὰ ποὺ θέλω, ἀκόμη προμηθεύω εἰς αὐτοὺς ἀπὸ τὸ περιεχόμενον τῶν ἀγγείων αὐτῶν τὴν κατηγορίαν καὶ τὴν αἰσχρολογίαν· αὐτοὶ δε μόλις λάβουν ὀλίγα σπέρματα ἀπὸ τὰ εἴδη αὐτά, καλλιεργοῦν πρὸς χάριν μου πλῆθος τοιούτων ἀγαπητῶν εἰς ἐμὲ καρπῶν.
Ἀπὸ τὸ περιεχόμενον τῶν ἀγγείων ποὺ ἔχω ἐπάνω εἰς τὸν τράχηλόν μου, ἀλείφω μὲ τὸ μίασμα τῆς ὑπερηφανείας αὐτούς, ποὺ ζοῦν εἰς τὴν ἀρετήν, ὥστε νὰ τοὺς σηκώσω ὑψηλὰ μὲ τὴν ὑψηλοφροσύνην καὶ ἀπὸ ἐκεῖ νὰ τοὺς κατακρημνίσω ἀσφαλῶς εἰς τὸ βάραθρον τῆς ἀπωλείας. Ἄλλους πάλιν καταφέρνω νὰ ξετρελλαίνωνται πῶς νὰ ἀρέσουν εἰς τοὺς ἀνθρώπους, καὶ πῶς νὰ κερδίζουν τὴν δόξαν τῶν ἀνθρώπων, μὲ τὴν ἀνθρωπαρέσκειαν δὲ τοὺς δίδω καὶ τὴν κενοδοξίαν καὶ τοιουτοτρόπως τοὺς ἀπομακρύνω ἀπὸ τὸν Θεόν.
Ὅσα βλέπεις εἰς τὸ στῆθός μου εἶναι δοχεῖα μὲ τὰς σκέψεις μου καὶ τὰς ἐννοίας μου γεμισμένα. Ἀπὸ τὸ περιεχόμενον αὐτῶν ποτίζω τὰς καρδίας μὲ τὴν παραφροσύνην τῆς ἀσεβείας μου καὶ θολώνω τὰς κατὰ Θεὸν σκέψεις αὐτῶν ποὺ θέλουν νὰ ἐνθυμοῦνται τὰ μέλλοντα διὰ νὰ σωφρονίζωνται, καὶ ἐξαφανίζω τὴν ἐνθύμησιν αὐτῶν ἀπὸ τὴν διάνοιαν αὐτῶν μὲ τὴν λησμοσύνην.
Αὐτὰ τὰ ἀγγεῖα, ποὺ ἔχω εἰς τὴν κοιλίαν μου, εἶναι γεμᾶτα ἀπὸ ἀναισθησίαν  καὶ ἀναίδειαν, ἀπὸ τὸ περιεχόμενον τῶν ὁποίων κάνω τοὺς ἀνθρώπους νὰ ζοῦν ὡς κτήνη καὶ ἄλόγα. Μὲ αὐτὰ ποὺ ἔχω κάτω ἀπὸ τὸν ὀμφαλόν μου ἐρεθίζω τοὺς ἀνθρώπους, ὥστε νὰ ρίπτωνται εἰς μοιχείας, πορνείας, ἀσελγείας καὶ διαφόρους ἀκολασίας.
Αὐτὰ τὰ ἀγγεῖα, ποὺ σηκώνω εἰς τὰς χεῖράς μου, ἔχουν ἑτοιμασθῆ νὰ ἐξυπηρετοῦν τὸν φόνον καὶ τὸν φθόνον. Ἐκεῖνα, ποὺ εἶναι κρεμασμένα εἰς τὴν πλάτην μου καὶ τοὺς ὤμους μου, μοῦ χρησιμεύουν νὰ συσκοτίζω τὰς πειρασματικάς μου παγίδας, διὰ τῶν ὁποίων σκευωρῶ ἐναντίον ἐκείνων ποὺ ἐπιχειροῦν νὰ μὲ πολεμοῦν, καὶ δολιευόμενος ἀφανῶς, χωρὶς νὰ μὲ ἀντιλαμβάνωνται, καταρρίπτω ὁρμητικῶς αὐτούς, ποὺ ἔχουν ἐμπιστοσύνην εἰς τὰ μεγάλα των κατορθώματα.
Ὅσα ἀγγεῖα κρέμονται εἰς τοὺς μηροὺς καὶ τὰ σκέλη μέχρι τῶν ποδῶν μου, εἶναι γεμᾶται ἀπὸ πολυπλόκους παγίδας καὶ βρόχους, μὲ τὰ ὁποῖα παρενοχλῶ τὴν πορείαν τῶν τιμίων καὶ εἰλικρινῶν ἀνθρώπων, τοὺς ἐμποδίζω νὰ βαδίζουν τὸν δρόμον τῆς εὐσεβείας καὶ τοὺς τραβῶ διὰ νὰ βαδίζουν τὸν ἰδικόν μου δρόμον, διότι παρευρισκόμενος εἰς τὴν διασταύρωσιν τῶν ὁδῶν τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου, τοὺς προτρέπω καὶ τοὺς ἐνισχύω νὰ ἀκολουθήσουν τὸν δρόμον μου. Ὅσοι ἀκολουθοῦν τὸν δρόμον μου καὶ παρεκκλίνουν, ἀρνοῦνται πλέον τελείως τὸν δρόμον τῆς ἀληθείας καὶ τῆς ἀρετῆς.
Σὺ ὅμως δὲν ἠθέλησες καθόλου νὰ μὲ ἀκούσῃς, ἔστω καὶ μίαν φοράν, διὰ νὰ παρηγορηθῶ ὀλίγον.  Ἀπ’ ἐναντίας μὲ κατακαίεις πάντοτε ὁσάκις σὲ πλησιάζω, διότι διαθέτεις ἰσχυρὸν ὅπλον ἐναντίον μου. Δι’ αὐτὸ καὶ ἐγώ, μετὰ τὴν ἀποτυχίαν μου, τρέχω καὶ καταφεύγω εἰς τοὺς ἰδικούς μου δούλους, διότι σὺ καὶ οἱ σύνδουλοί σου ἔχετε καλὸν Δεσπότην, ποὺ σᾶς ὁμιλεῖ μὲ πρᾳότητα καὶ σᾶς προφυλάσσει ὡς γνήσια τέκναν του.
Μόλις ἤκουσεν αὐτὰ τὰ καταπληκτικὰ πράγματα ὁ Ἅγιος Γέρων ἐσφραγίσθη μὲ τὸ σημεῖον τοῦ Σταυροῦ καὶ εἶπεν·  «Εὐλογητὸς ὁ Θεός, ποὺ σὲ παρέδωσεν εἰς ὅσους ἐλπίζουν εἰς Αὐτόν, διὰ νὰ σὲ ἐντροπιάζουν μὲ τὴν εὐσέβειάν των· εἴθε καὶ ἐμὲ νὰ φυλάξῃ μέχρι τέλους τῆς ζωῆς μου ἀπὸ τὴν ἀπάτην σου, καθὼς καὶ ὅσους ἐπικαλοῦνται τὸ Ἅγιον ὄνομά του. Σὲ δὲ καὶ τὸ κράτος τῆς ἁμαρτίας νὰ καταργήσῃς ἀποδιώκων σε μακρὰν ἀπὸ ἡμᾶς».

Ἐνῷ δὲ ὁ Ἅγιος Μακάριος ἔλεγεν αὐτά, ἄφαντος ἐγένετο ὁ Σατανᾶς, ἀφοῦ πρὸς στιγμὴν παρουσιάσθη καπνὸς πύρινος. Κατὸπιν αὐτοῦ ὁ Ἀββᾶς Μακάριος ηὐχαρίστησε τὸν Θεὸν καὶ ἐπροχώρησε μὲ χαρὰν εἰς τὸν δρόμον του.  Εὐεργετινὸς Τόμος Γ σελ. 102-106

Δεν υπάρχουν σχόλια: