PAGES

ΤΑ ΒΑΣΑΝΑ ΤΩΝ ΕΝ ΑΔΗ ΚΟΛΑΖΟΜΕΝΩΝ

ΤΑ ΒΑΣΑΝΑ
ΤΑ ΒΑΣΑΝΑ ΤΩΝ ΕΝ ΑΔΗ ΚΟΛΑΖΟΜΕΝΩΝ
Τὸ σκότος, εἰς τὸν ᾅδη, δὲν εἶναι ἀμυδρότης ἀέρος, ἀλλὰ εἶναι σκότος φρικτόν, βρομερὸν ἀπὸ θειάφι καὶ πίσσαν κατάμαυρον, παχύτατον, καὶ μὲ τόση πυκνότητα, ὅπου σχεδὸν μπορεῖ νὰ τὸ πιάσει κάποιος μὲ τὰ χέρια του· καὶ τόσο τρόμον καὶ ἔκπληξιν προξενεῖ, ὅπου κατασταίνει τοὺς παναθλιωτάτους ἁμαρτωλούς, νὰ τρέμουσιν ὅλοι δι’ ὄλου· ἐπειδὴ καὶ ἀπὸ ἐκείνην τὴν πρώτην στιγμήν, ὅπου θὰ ἀποχωρισθεῖ ἡ ψυχὴ ἀπὸ τὸ φῶς τοῦ κόσμου τούτου, θὰ ἀποχαιρετίσει, τὸν Ἥλιον, τὴν Σελήνη, καὶ ὅλα τὰ ἄστρα, καὶ πλέον δὲν θὰ δεῖ τελείως οὔτε τὴν παραμικρὴ ἀκτῖνα φωτός.

Ἡ δυσωδία, εἰς τὸν ᾅδη, εἶναι ἀνυπόφορος, διότι, ὅσα σώματα εἶναι ἐκεῖ, τόσα βρωμισμένα πτώματα εὑρίσκονται, τῶν ὁποίων τὰ στομάχια εἶναι καταφορτωμένα ἀπὸ πολλοὺς φθοροποιοὺς χυμοὺς καὶ ἀδιακόπως ἀναβράζονται μὲ τὸ καυστικώτατον ἐκεῖνο πῦρ τῆς γεένης, ὅπου τοὺς ἔχει περικυκλωμένους, καὶ εὐγάζουσιν ἀκαταπαύστως βρωμερώτατας ἀναθυμιάσεις καὶ μεμολυσμένους καπνούς, καὶ κοντὰ εἰς τοῦτο ἐπειδὴ ἐκεῖνα τὰ σαπισμένα, ἐμπυασμένα καὶ συγχαμεροβρωμισμένα λείψανα θὰ εἶναι προσκολλημένα τὸ ἕνα μὲ τὸ ἄλλο, σὰν ἕνα ἔμπλαστρον ἐπάνω εἰς ἄλλο, χωρὶς ποτὲ νὰ μποροῦν νὰ ξεκολληθοῦν, θὰ βγάζουν τόσην ἀνηπόφορον βρώμαν, ὥστε ἐὰν ἑνὸς μόνο κολασμένου βρωμισμένον κορμὶ ἀναβιβάζονταν, κατὰ θείαν ἄδειαν ἀπὸ τὸν ἄδην εἰς τοῦτον τὸν κόσμον, ἐξάπαντος ἤθελε καταμολύνει καὶ καταφθείρει εὐθύς, μὲ τὴν φαρμακερὴν ἐκείνην βρώμαν του τὴν θανατηφόρον, ὅλους τοὺς οἴκους, τὰς χώρας τὰς πόλεις, τὰς ἐπαρχίας, τὸν ἀέρα ποὺ ἀναπνέουμε καὶ ἁπλῶς εἰπείν, πᾶσαν πνοὴν ἤθελε θανατώσει ἐκείνη ἡ βρῶμα του. Μοναχή του ᾅδου ἡ βρῶμα ἔθφανε νὰ θανατώσει τελείως τοὺς ἐν ᾅδῃ κολαζομένους, ἂν ὁ Θεὸς δὲν ἐμπόδιζε τοῦτο, διὰ παντοτινήν τους παιδεία καὶ βάσανον.

Ὁ κλαθμός, τῶν ἐν ᾅδῃ κολαζομένων, θέλει εἶναι τόσος πολύς, ὅπου, ἂν ὅλων τῶν καταδικασμένων ἁμαρτωλῶν τὰ δάκρυα ἤθελαν συναχθώσιν εἰς ἕναν τόπον, καὶ φυλαχθώσι βέβαια, θὰ ἔκαναν ἄλλην μίαν θάλασσαν ὠκεανοῦ εὐρυχωροτάτην καὶ βαθυτάτην. Ἀλλὰ ἡ θάλλασα ἔχει τέλος, τὰ δάκρυα ὅπου χύνονται ἀπὸ τοὺς κολαζομένους ἁμαρτωλοὺς δὲ ἔχουν τέλος, συνεπῶς δὲν μποροῦμε νὰ παραστήσουμε ὅλην τὴν ποσότητα τῶν ἐν τῇ κολάσει δακρύων. Τὰ δάκρυα αὐτὰ θὰ εἶναι πύρινα, ὅπου θὰ κατακαίουν τὰ σώματα ἐκεῖνα πάνω στὰ ὁποῖα στάζουν. Ἔξω ἀπὸ αὐτὰ θὰ ξεφωνίζουν ὀλολυγμούς, ἀναστεναγμούς, κραυγᾶς, καὶ ἀτάκτους βοᾷς, οἱ ὁποῖες θὰ ἀντιβοοῦν σὰν φρικώδεις βρονταὶ μέσα εἰς ἐκεῖνο τὸ σκοτεινότατον χάσμα.

Ὁ λιμός, τῶν κολαζομένων θὰ εἶναι ὅπως τῶν πεινασμένων σκυλιῶν, ὅπου διὰ τὴν μεγάλη τους καὶ ἀνυπόφορον πεῖναν περιτριγυρίζουν εἰς τὰς κοπριᾶς, εἰς τὰ ψοφίμια, καὶ εἰς τὰς σιχασῖας τῶν μακελίων καὶ εἰς τὰ σαπισμένα καὶ βρωμερά, ὅπου διὰ τὴν ἀχρηστία τοὺς ρίπτονται ἔξω τῆς πόλεως· τοιουτοτρόπως καὶ οἱ ἁμαρτωλοὶ τότε, σὰν λιμασμένα σκυλιά, ὁ ἕνας τὸν ἄλλον ἀπανθρώπως θέλουν δαγκάνει καὶ κατατρώγει. Ὅπως οἱ ἄνθρωποι ἀναγκαζόμενοι ἀπὸ πείνα ὑπερβολικήν, κατατρώγουσι καὶ τὰ πλέον ἀκάθαρτα· γάτες, ποντίκια, καὶ σεσαπισμένα σκουλίκια, καὶ τί λέγω; Καὶ αὐτὰ τὰ ἴδια μέλῃ τους, καὶ αὐτὰ τοὺς τὰ τέκνα, καθὼς ἱστορεῖται καὶ εἰς τὴν αἰχμαλωσίαν τῆς Ἱερούσαλημ, ἔτσι δὲν θέλουσι λείψει εἰς τὸν αἰῶνα τὸν ἅπαντα ἀπὸ τοὺς λιμασμένους ἁμαρτωλοὺς τὰ βρωμερά, πικρὰ καὶ ἀκάθαρτα φαγητά. Διότι, ἐν πρώτοις ἡ γλῶσσα τῶν κολασμένων, καὶ τὰ ὁλόγυρα τοῦ φάρυγγος, θὰ εἶναι πάντοτε βεβαμένα εἰς βάθος, καὶ κατακυριευμένα ἀπὸ ἕνα χυμὸν τόσον πικρόν, ὅπου νὰ ὑπερβαίνει τὴν καπνιάν, τὴν χολήν, καὶ αὐτὸ τὸ ἄψινθον.

Οἱ σκώληκες οἱ ἀκοίμητοι, οἱ ὁποῖοι βασανίζουν τοὺς κολασμένους, εἶναι ἀληθινοὶ σκώληκες καὶ ἀνελεημόνως κατατρώγουν τοὺς ἁμαρτωλοὺς καὶ εὑρίσκονται ἐκεῖ σχεδὸν ἀναρίθμητα πλήθη ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς σκώληκες, οἱ ὁποῖοι εἶναι φοβεροὶ εἰς τὸ εἶδος, μιαροί, ἄφθαρτοι, ἀχόρταστοι, ὅπου μὲ ξεχωριστὴν βάσανον, ἔξω ἀπὸ τὸ πῦρ, τυρανοῦν τῶν ταλαίπωρων κολασμένων τὰ σώματα καὶ προξενοῦν δριμύτατον πόνον καὶ βάσανον. Καὶ ἡ βάσανος αὐτὴ τῶν ἀκοίμητων σκωλήκων, ἐπειδὴ ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος εἶναι θανατηφόρος, ἀπὸ τὸ ἄλλο δὲν σηκώνει τὴν ζωὴν τῶν βασανιζομένων, μ’ ὅλον ὅπου ἐκεῖνοι εἰς κάθε στιγμὴν αὐτὸ ἐπιθυμούσι· διὰ τοῦτο, θέλει εἶναι ἡ μεγαλυτέρα καὶ δρυμυτέρα βάσανος, παρὰ ὄλας τὰς ἄλλας βασάνους. Ἔξω ἀπὸ τούτους τοὺς αἰσθητοὺς σκώληκας, εἶναι καὶ ἄλλος σκώληξ, ὁ ὁποῖος, ὄχι σάρκας ἀλλὰ τὴν ψυχὴ αὐτὴν κατατρώγει, καὶ καταδαπανᾷ, τουτέστιν ἐκεῖνος τῆς συνειδήσεως, ἀπὸ τὸν ὁποῖον θέλουν παρακινοῦνται οἱ κολασμένοι νὰ ταλανίζουν τὸν ἑαυτὸν τοὺς διατί, ὅταν ἐζοῦσαν, ἀθέτησαν τὸν ἐπιτήδειον καιρὸν τῆς σωτηρίας τους, καὶ καθ’ ὄλου τὸν παρέδραμον, γνωρίζοντες βέβαια, πὼς δὲν εἶναι πλέον δυνατὸν νὰ ξαναγυρίσει πίσω ὁ καιρὸς ἐκεῖνος.

Τὸ πῦρ τὸ ἄσβεστον, θὰ εἶναι σφοδρότατον καὶ καυστικώτατον, εἰς τρόπον ὅπου, ὅλα τὰ δάκρυα τῶν ἀνθρώπων, ὅλοι της γῆς οἱ ποταμοί, ὅλες οἱ λίμνες, ὅλες οἱ θάλλασες, καὶ αὐτὴ ἡ ἄβυσσος τῶν ὑδάτων, συνεχόμενα εἰς ἓν δὲν θέλουν δυνηθεῖ νὰ σβύσουν τὸν παραμικρὸν σπινθῆρα ἐκείνου τοῦ αἰωνίου πυρός, ποὺ κατακαίει μὲν τὰ κορμιὰ τῶν κολαζομένων, ὅμως δὲν τὰ καταδαπανᾷ, οὔτε τὰ καταφλέγει τελείως, οὔτε τὰ φέρει εἰς τὸ μηδὲν· μάλιστα δὲ μήτε μίαν τρίχαν, εἰς τόσας μυριάδας χρόνων καὶ εἰς ὄλον τὸν ἀτελεύτητον ἐκεῖνον αἰῶνα θέλει ἀφανίσει. Καὶ σύ, ὢ ἄνθρωπε, ὅπου σου φαίνεται βάσανος ἀνυπόφορος, ἐὰν ἐπάνω εἰς τὴν ἐπιφάνεια τῆς σαρκός σου, ἐν μίᾳ στιγμὴ δεχθεῖς μικρὸν σπινθῆρα φωτιᾶς, ὅπου εἶναι καῦσις ἀσθενέστατης φλογός, πὼς θέλεις ὑποφέρει, νὰ κείτεσαι ἡμέραν καὶ νύκτα εἰς ἀναμένο τηγάνι, καὶ κάμινον πυρίκαυστον; Θύρα Μετανοίας σελ. 126-144

Δεν υπάρχουν σχόλια: