Περὶ διακρίσεως.
2.
Κάποιοι ἀδελφοὶ πῆγαν στὸν ἀββᾶ Ἀντώνιο νὰ τοῦ ἀναφέρουν τὰ ὁράματα ποὺ ἔβλεπαν,
καὶ νὰ πληροφορηθοῦν ἀπ᾿ αὐτὸν ἐὰν πρόκειται γιὰ ἀληθινὰ ὁράματα ἢ τὰ δημιουργοῦν
οἱ δαίμονες.
Αὐτοὶ
εἶχαν ἕνα γαϊδουράκι ποὺ τοὺς ψόφησε στὸν δρόμο.
Μόλις
ἔφθασαν στὸν Γέροντα, πρόλαβε καὶ τοὺς εἶπε:
«Πῶς
ψόφησε τὸ γαϊδουράκι στὸν δρόμο;»
«Ποῦ
τὸ ξέρεις, ἀββᾶ;» τὸν ρώτησαν.
Κι
ἐκεῖνος τοὺς εἶπε:
«Οἱ
δαίμονες μοῦ τὸ φανέρωσαν».
«Μὰ
κι ἐμεῖς -εἶπαν- γι᾿ αὐτὸ τὸ θέμα ἤρθαμε νὰ σὲ ρωτήσουμε, γιατὶ βλέπουμε ὁράματα
καὶ πολλὲς φορὲς βγαίνουν ἀληθινά. Ἀλλὰ μὴ τυχὸν πέφτουμε σὲ πλάνη;»
Καὶ
ὁ Γέροντας παίρνοντας ὡς παράδειγμα αὐτὸ ποὺ συνέβη μὲ τὸν ὄνο, τοὺς
πληροφόρησε ὅτι προέρχονται ἀπό τους δαίμονες.
5.
Κάποιος ἀδελφὸς εἶπε στὸν ἀββᾶ Ἀντώνιο:
«Προσευχήσου
γιὰ μένα».
Καὶ
ὁ Γέροντας τοῦ λέει:
«Οὔτε
ἐγὼ σὲ σπλαχνίζομαι οὔτε ὁ Θεός, ἐὰν σὺ ὁ ἴδιος δὲν σπεύσεις μὲ ζῆλο νὰ
ζητήσεις ἀπὸ τὸν Θεό».
6.
Εἶπε ἐπίσης ὅτι ὁ Θεὸς δὲν ἐπιτρέπει να᾿ρθοῦν οἱ μεγάλοι πειρασμοὶ στὴ γενιὰ αὐτὴ
ὅπως στὶς παλαιότερες, γιατὶ γνωρίζει ὅτι εἶναι ἀδύναμοι καὶ δὲν ἀντέχουν.
7.
Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ἀντώνιος ὅτι θα᾿ ρθεῖ ἐποχή, ποὺ οἱ ἄνθρωποι θὰ φέρονται ὅπως οἱ
παράφρονες. Καὶ ὅταν θὰ βλέπουν κάποιον ποὺ δὲν θὰ συμπεριφέρεται ὡς παράφρων,
θὰ τὰ βάζουν μαζί του καὶ θὰ τοῦ λένε: «Ἐσὺ εἶσαι τρελός», ἐπειδὴ δὲν εἶναι ὅμοιος
μ᾿ αὐτούς.
19.
Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ἀγάθων:
«Ἐὰν
κάποιος μοῦ εἶναι ὑπερβολικὰ ἀγαπητὸς ἀλλὰ καταλάβω ὅτι μὲ παρασύρει σὲ κάποιο ἐλάττωμα,
κόβω ἀμέσως τὶς σχέσεις μου μαζί του».
33.
Εἶπε ἐπίσης ὁ ἀββᾶς Δανιήλ:
«Ὅσο
ἀκμάζει τὸ σῶμα, τόσο ἡ ψυχὴ ἀδυνατίζει, καὶ ὅσο τὸ σῶμα ἀδυνατίζει, τόσο ἡ ψυχὴ
ἀκμάζει».
35.
Ρωτήθηκε ὁ μακάριος Ἐπιφάνιος ἐὰν ἀρκεῖ ἕνας δίκαιος ἄνθρωπος γιὰ νὰ κινήσει τὸν
Θεὸ σὲ εὐσπλαχνία, καὶ εἶπε:
«Ναί,
γιατὶ ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς εἶπε: Ψάξτε νὰ βρεῖτε ἕναν ἄνθρωπο ὁ ὁποῖος νὰ εἶναι στὴν
πράξη δίκαιος καὶ εὐσεβῆς καὶ θὰ φανῶ σπλαχνικὸς γιὰ ὅλο τὸ λαό».
40.
Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ἡσαΐας:
«Ἡ
ἁπλότητα καὶ τὸ νὰ μὴν ἔχουμε περὶ πολλοῦ τὸν ἑαυτό μας, καθαρίζει τὴν καρδιὰ ἀπὸ
τὴν πονηρία».
47.
Ὁ ἴδιος εἶπε:
«Καμιά
ἀρετὴ δὲν μπορεῖ νὰ ἀναμετρηθεῖ μὲ τὴν ἀρετή, νὰ μὴν ἐξουθενώνουμε τὸν ἄλλον».
50.
Ρωτήθηκε ἀπὸ κάποιον ἡ ἀμμᾶς Θεοδώρα σχετικὰ μὲ τὰ ἀκούσματα ποὺ φθάνουν στ᾿ αὐτιά
μας:
«Πῶς
εἶναι δυνατὸν -εἶπε- ὅταν γενικὰ τ᾿ αὐτιά μας δέχονται λόγια κοσμικῶν ἀνθρώπων ἢ
ὁποιαδήποτε ἄλλα ἄσχετα, νὰ παραμένουν προσανατολισμένα στὸν Θεὸ μόνο;»
Καὶ
ἡ ἀμμᾶς τοῦ λέει:
«Ὅπως
ἀκριβῶς ἂν κάθεσαι σὲ τραπέζι ὅπου ὑπάρχουν πολλὰ φαγητὰ καὶ τρῷς βέβαια, ἀλλὰ ὄχι
μὲ εὐχαρίστηση, τὸ ἴδιο καὶ ὅταν κοσμικὰ λόγια φθάνουν στ᾿ αὐτιά σου, τὴν
καρδιά σου νὰ ἔχεις στραμμένη στὸν Θεὸ καὶ μ᾿ αὐτὴ τὴ διάθεση δὲν θ᾿ ἀκοῦς μὲ εὐχαρίστηση
καὶ δὲν παθαίνεις καμιὰ ζημιά».
64.
Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ἰακώβ:
«Δὲν
χρειάζονται τὰ λόγια μοναχά, γιατὶ πολλὰ λένε οἱ ἄνθρωποι τοῦτον τὸν καιρό,
χρειάζονται ἔργα. Αὐτὸ εἶναι τὸ ζητούμενο καὶ ὄχι τὰ λίγα τὰ ἄκαρπα».
78.
Ρωτήθηκε ὁ ἀββᾶς Μιῶς ἀπὸ ἕναν στρατιωτικὸ ἐὰν ὁ Θεὸς δέχεται τὸν μετανοημένο.
Κι ἐκεῖνος ἀφοῦ τὸν κατήχησε λέγοντάς του πολλά, τὸν ρώτησε: «Πές μου, ἀγαπητέ,
ἐὰν σχισθεῖ ἡ χλαίνη σου, τὴν πετᾷς;»
«Ὄχι,
-εἶπε- τὴ ράβω πάλι καὶ τὴ χρησιμοποιῶ».
«Ἂν
λοιπὸν ἐσὺ -τοῦ λέει ὁ Γέροντας- λυπᾶσαι τὸ ροῦχο σου, ὁ Θεὸς δὲν θὰ λυπηθεῖ τὸ
δικό του πλάσμα;»
83.
Ἕνας ἀδελφὸς συμβουλεύθηκε τὸν ἀββᾶ Ποιμένα:
«Διέπραξα
-εἶπε- μεγάλη ἁμαρτία καὶ θέλω νὰ μπῶ σὲ κανόνα μετανοίας γιὰ τρία χρόνια».
Καὶ
ὁ Γέροντας τοῦ λέει:
«Πολύ
εἶναι».
«Μήπως
γιὰ ἕνα χρόνο;» ρωτάει ὁ ἀδελφός.
«Πολύ
εἶναι» ἀπαντᾷ πάλι ὁ Γέροντας.
Αὐτοὶ
ποὺ βρίσκονταν ἐκεῖ εἶπαν:
«Μέχρι
σαράντα μέρες;»
Καὶ
πάλι ὁ Γέροντας εἶπε:
«Εἶναι
πολύ».
Καὶ
πρόσθεσε:
«Ἐγὼ
πιστεύω ὅτι ἐὰν ὁ ἄνθρωπος μετανοήσει μὲ ὅλη του τὴν καρδιὰ καὶ δὲν συνεχίσει νὰ
κάνει τὴν ἁμαρτία, καὶ μέσα σὲ τρεῖς μέρες τὸν δέχεται ὁ Θεός».
96.
Κάποιος ἀδελφὸς εἶπε στὸν ἀββᾶ Ποιμένα:
«Ἂν
δῶ κάτι, τὸ βλέπεις σωστὸ νὰ μιλήσω γι᾿ αὐτό;»
Ὁ
Γέροντας τοῦ λέει: «Εἶναι γραμμένο ὅτι ὅποιος ἐκφράσει γνώμη, πρὶν τοῦ δώσουν τὸν
λόγο, προδίδει ἀμυαλοσύνη καὶ εἶναι ντροπή του. Ἂν σὲ ρωτήσουν, μίλησε, ἀλλιῶς
σώπαινε».
102.
Κάποιος ἀδελφὸς ρώτησε τὸν ἀββᾶ Ποιμένα:
«Ἐὰν
βρεθεῖ ἕνας ἄνθρωπος νὰ κάνει κάποια ἁμαρτία καὶ μετανοήσει, θὰ τὸν συγχωρήσει ὁ
Θεός;»
Καὶ
ὁ Γέροντας τοῦ λέει:
«Μά,
ὁ Θεὸς ποὺ ἔδωσε ἐντολὴ στοὺς ἀνθρώπους νὰ κάνουν αὐτό, πολὺ περισσότερο δὲν θὰ
τὸ κάνει ὁ ἴδιος; Εἶναι γνωστὸ ὅτι στὸν Πέτρο ἔδωσε ἐντολή: Μέχρι ἑβδομήντα φορὲς
τὸ ἑφτὰ νὰ συγχωροῦμε».
111.
Ρώτησε κάποιος ἀδελφὸς τὸν ἀββᾶ Ποιμένα:
«Τί
εἶναι μετάνοια γιὰ τὴν ἁμαρτία;»
Καὶ
ὁ Γέροντας ἀπάντησε: «Τὸ νὰ μὴν κάνει κανεὶς στὸ ἑξῆς τὴν ἁμαρτία. Γι᾿ αὐτὸ τὸν
λόγο οἱ δίκαιοι ὀνομάσθηκαν ἄμεμπτοι, γιατὶ ἔπαυσαν νὰ ἁμαρτάνουν καὶ ἔγιναν
δίκαιοι».
121.
Ἄλλος ἀδελφὸς ρώτησε τὸν ἀββᾶ Ποιμένα:
«Εἶναι
προτιμότερο τὸ νὰ μιλάει κανεὶς ἢ νὰ σιωπᾷ;»
Ὁ
Γέροντας εἶπε: «Ἐκεῖνος ποὺ μιλάει, ἐπειδὴ τὸ θέλει ὁ Θεός, καλὰ κάνει. Καὶ ἐκεῖνος
ποὺ σιωπᾷ, γιατὶ τὸ θέλει ὁ Θεός, ἐπίσης καλὰ κάνει».
147.
Εἶπε ὁ ἀββᾶς Παλλάδιος:
«Ἡ
ψυχὴ ποὺ ἀσκεῖται κατὰ Θεὸν πρέπει ἢ νὰ μαθαίνει μὲ ἐμπιστοσύνη ἀκούγοντας ὅσα
δὲν γνωρίζει, ἢ νὰ διδάσκει μὲ σαφήνεια ὅσα ἔμαθε μὲ τὴν πεῖρα. Ἂν κανένα ἀπὸ τὰ
δυὸ δὲν θέλει, δὲν εἶναι στὰ καλά της. Γιατὶ εἶναι ἀρχὴ ἀπομάκρυνσης ἀπὸ τὸν Θεὸ
ἡ χορτασιὰ τῆς διδασκαλίας καὶ ἡ ἀνορεξία νὰ ἀκούσει λόγο Θεοῦ, γιὰ τὸν ὁποῖο
πάντοτε πεινάει ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου ποὺ ἀγαπάει τὸν Θεό».
155.
Κάποιος ἀδελφὸς ρώτησε τὸν ἀββᾶ Σισόη:
«Τί
νὰ κάνω, ἀββᾶ, ποὺ ἔπεσα;»
«Σήκω
πάνω πάλι» ἀπαντᾷ ὁ Γέροντας.
«Σηκώθηκα
-τοῦ λέει ὁ ἀδελφός- καὶ ξαναέπεσα».
«Σήκω
ξανὰ καὶ ξανά», λέει ὁ Γέροντας.
Καὶ
ρωτάει ὁ ἀδελφός: «Ὡς πότε;»
«Ἕως
ὅτου -ἀποκρίνεται ὁ Γέροντας- σὲ βρεῖ ἡ ὥρα τοῦ θανάτου εἴτε στὸ καλὸ εἴτε στὴν
πτώση. Γιατὶ σ᾿ ὅποια κατάσταση βρεθεῖ ὁ ἄνθρωπος, σ᾿ αὐτὴν καὶ φεύγει».
159.Ἔλεγε
κάποιος ἀπὸ τοὺς Γέροντες:
«Παρεκάλεσα
τὸν ἀββᾶ Σισόη νὰ μοῦ πεῖ ἕναν λόγο, καὶ μοῦ εἶπε ὅτι ὅσα μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ
τὰ ἀποφύγει καὶ δὲν λαμβάνει τὰ μέτρα του, εἶναι σὰν νὰ προκαλεῖ τὴν ἁμαρτία».
173.
Εἶπε ὁ ἀββᾶς Ὑπερέχιος:
«Ἀληθινὰ
σοφὸς εἶναι ὄχι αὐτὸς ποὺ διδάσκει μὲ τὰ λόγια, ἀλλὰ ἐκεῖνος ποὺ παιδαγωγεῖ μὲ
τὸ παράδειγμα».
189.
Ρωτήθηκε Γέροντας:
«Ποιὸ
εἶναι τὸ ἔργο τοῦ μοναχοῦ;»
Καὶ
ἀπάντησε:
«Ἡ
διάκριση».
192.
Ρωτήθηκε Γέροντας:
«Τί
πρέπει νὰ κάνει ὁ μοναχός;»
Καὶ
εἶπε: «Νὰ ἐπιδιώκει κάθε τί τὸ καλὸ καὶ νὰ ἀπέχει ἀπὸ κάθε κακό».
196.
Εἶπε Γέροντας:
«Τὸ
νὰ βιάζει κανεὶς σ᾿ ὅλες τὶς περιπτώσεις τὸν ἑαυτό του, αὐτὸς εἶναι ὁ δρόμος τοῦ
Θεοῦ».
197.
Εἶπε Γέροντας:
«Μὴν
κάνεις τίποτε, προτοῦ ἐξετάσεις τὴν καρδιά σου ἂν αὐτὸ ποὺ θέλεις νὰ κάνεις εἶναι
σύμφωνο μὲ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ».
204.
Εἶπε Γέροντας:
«Νὰ
μὴ θέλεις ν᾿ ἀποφεύγεις τὴν καταφρόνια ἀπὸ μέρους τῶν ἄλλων».
209.
«Ὁ Θεὸς -εἶπε ἄλλος Γέροντας- ζητάει ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο τοῦτα: Τὸν νοῦ, τὸν λόγο
καὶ τὴν πράξη».
212.Ὁ
ἴδιος εἶπε:
«Ὁ
ἄνθρωπος ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ τὰ ἑξῆς:
Νὰ
φοβᾶται τὴν κρίση τοῦ Θεοῦ,
νὰ
μισήσει τὴν ἁμαρτία,
νὰ
ἀγαπήσει τὴν ἀρετὴ καὶ
νὰ
προσεύχεται στὸν Θεὸ ἀδιάλειπτα».
223.
Εἶπε Γέροντας:
«Οι
Προφῆτες ἔγραψαν τὰ βιβλία (τῆς Γραφῆς). Ἦρθαν κατόπιν οἱ Πατέρες καὶ τὰ ἐφάρμοσαν.
Οἱ μεταγενέστεροι τὰ ἀποστήθισαν. Ἦρθε κι αὐτὴ ἡ γενεά, τὰ ἔγραψε καὶ τὰ
τοποθέτησε στὰ ράφια, ὅπου μένουν ἀχρησιμοποίητα».
260.
Εἶπε Γέροντας:
«Ὁ
ἄνθρωπος ποὺ ἑκούσια προσφέρει τὸν ἑαυτό του σὲ θλίψη, πιστεύω ὅτι μεταξὺ τῶν
μαρτύρων τὸν λογαριάζει ὁ Θεός. Γιατὶ τὰ δάκρυα τοῦ ἀνθρώπου αὐτοῦ ὑπολογίζονται
ὡς αἵμα».
302.
Εἶπε Γέροντας:
«Τὸ
ψέμα τὸ ἐκπροσωπεῖ ὁ παλαιὸς ἄνθρωπος, ἐνῷ, ἀντίθετα, τὴν ἀλήθεια ὁ ἀναγεννημένος
ἄνθρωπος».
303.
Εἶπε ἐπίσης:
«Ἡ
ρίζα τῶν καλῶν ἔργων εἶναι ἡ ἀλήθεια. Τὸ ψέμα εἶναι θάνατος».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου