PAGES

ΑΓ. ΚΑΣΙΑΝΟΥ ΤΟΥ ΡΩΜΑΙΟΥ. ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΟΧΤΩ ΛΟΓΙΣΜΩΝ ΤΗΣ ΚΑΚΙΑΣ

ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΟΧΤΩ ΛΟΓΙΣΜΩΝ ΤΗΣ ΚΑΚΙΑΣ
Ἅγιος Κασσιανὸς ὁ Ρωμαῖος.
ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΕΠΙΣΚΟΠΟ ΚΑΣΤΟΡΑ
ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΟΧΤΩ ΛΟΓΙΣΜΩΝ ΤΗΣ ΚΑΚΙΑΣ.
Ἀφοῦ πρωτύτερα συντάξαμε τὸν λόγο «περὶ διαμορφώσεως τῶν Κοινοβίων», ἔχοντας τὸ θάρρος στὶς προσευχές σου, ἐπιχειροῦμε πάλι νὰ γράψομε γιὰ τοὺς ὀχτὼ λογισμοὺς τῆς κακίας· τῆς γαστριμαργίας, λέω, καὶ πορνείας, φιλαργυρίας, ὀργῆς, λύπης, ἀκηδίας, κενοδοξίας καὶ ὑπερηφάνειας.

1. Γιὰ τὴν ἐγκράτεια τῆς κοιλιᾶς.
Πρῶτα θὰ κάνω λόγο γιὰ τὴν ἐγκράτεια στὰ φαγητά, ἡ ὁποία εἶναι ἀντίθετη τῆς γαστριμαργίας, καὶ γιὰ τὸν τρόπο τῶν νηστειῶν καὶ τὴν ποσότητα τῶν φαγητῶν. Καὶ αὐτά, ὄχι ἀπὸ τὸν ἑαυτό μου, ἀλλὰ καθὼς παραλάβαμε ἀπὸ τοὺς ἁγίους Πατέρες. Ἐκεῖνοι λοιπόν, δὲν ἔχουν παραδώσει ἕνα κανόνα νηστείας, οὔτε ἕνα τρόπο τῆς διατροφῆς, οὔτε τὸ ἴδιο μέτρο, γιατί δὲν ἔχουν ὅλοι τὴν ἴδια δύναμη, εἴτε λόγω ἡλικίας, εἴτε ἀσθένειας, εἴτε καλύτερης συνήθειας τοῦ σώματος. Ἔχουν ὅμως παραδώσει σὲ ὅλους ἕνα σκοπό, νὰ ἀποφεύγομε τὴν ἀφθονία καὶ νὰ ἀποστρεφόμαστε τὸν χορτασμὸ τῆς κοιλιᾶς. Ἔχουν δεῖ στὴν πράξη ὅτι εἶναι ὠφελιμότερο καὶ βοηθᾶ στὴν καθαρότητα τὸ νὰ τρώει κανεὶς μία φορὰ τὴν ἡμέρα ἀπὸ τὸ νὰ τρώει κάθε τρεῖς ἢ τέσσερις ἢ ἑφτὰ ἡμέρες. Γιατί λένε, ἐκεῖνος ποὺ ἐπεκτείνεται ὑπέρμετρα στὴ νηστεία, ὑπέρμετρα κατόπιν τρώει. Καὶ ἀπὸ αὐτό, ἄλλοτε ἐξαιτίας τῆς ὑπερβολῆς τῆς ἀποχῆς ἀπὸ τὴν τροφὴ ἀτονεῖ τὸ σῶμα καὶ γίνεται πιὸ ἀπρόθυμο γιὰ τὶς πνευματικὲς ἐργασίες, καὶ ἄλλοτε ὅταν γεμίσει ἀπὸ τὸ βάρος τῶν τροφῶν προκαλεῖ ἀμέλεια καὶ ἐξασθένηση τῆς ψυχῆς.

Καὶ πάλι οἱ ἅγιοι Πατέρες δοκίμασαν καὶ εἶδαν ὅτι δὲν εἶναι γιὰ ὅλους κατάλληλη ἡ διατροφὴ μὲ χόρτα, οὔτε μὲ ὄσπρια, οὔτε ὅλοι μποροῦν νὰ τρέφονται μόνο μὲ ξερὸ ψωμί. Καὶ ἄλλος, καθὼς εἶπαν, ἐνῶ τρώει δύο λίτρες ψωμί, πεινᾶ ἀκόμη, ἐνῶ ἄλλος τρώει μία λίτρα ἢ ἕξ οὐγγιὲς καὶ χορταίνει.

Σὲ ὅλους λοιπόν, ὅπως εἶπα, ἕνα κανόνα ἐγκράτειας ἔχουν παραδώσει, τὸ νὰ μὴν ξεγελιοῦνται μὲ τὸν χορτασμὸ τῆς κοιλιᾶς(Παροιμ. 24, 15), οὔτε νὰ παρασύρονται ἀπὸ τὴν ἡδονή τοῦ λάρυγγα. Γιατί δὲν εἶναι μόνο ἡ διαφορὰ τῆς ποιότητας τῶν τροφῶν, ἀλλὰ καὶ ἡ ποσότητα ποὺ ἀνάβει τὰ πυρωμένα βέλη (Ἐφ. 6,16) τῆς πορνείας. Γιατί μὲ ὁποιαδήποτε τροφὴ ὅταν γεμίσει ἡ κοιλιά, γεννᾶ τὸ σπόρο τῆς διαφθορᾶς. Καὶ πάλι δὲν εἶναι μόνο ἡ κραιπάλη τοῦ κρασιοῦ ποὺ φέρνει μέθη στὴ διάνοια, ἀλλὰ καὶ ἡ ἀφθονία τοῦ νεροῦ καὶ κάθε τροφῆς ἡ ὑπερβολικὴ χρήση, τὴ ζαλίζει καὶ φέρνει νύστα σ' αὐτήν. Αἰτία τῆς καταστροφῆς τῶν Σοδομιτῶν δὲν ἦταν ἡ κραιπάλη τοῦ κρασιοῦ καὶ τῶν διαφόρων φαγητῶν, ἀλλὰ ἡ ἀφθονία τοῦ ἄρτου, κατὰ τὸν προφήτη(Ἰεζ. 16,49).

Ἡ ἀσθένεια τοῦ σώματος δὲν εἶναι ἀντίθετη μὲ τὴν καθαρότητα τῆς καρδιᾶς, ὅταν δώσομε στὸ σῶμα ἐκεῖνα ποὺ ἀπαιτεῖ ἡ ἀσθένεια, ὄχι ὅ,τι θέλει ἡ ἡδονή. Τὶς τροφὲς τὶς χρησιμοποιοῦμε τόσο ὥστε νὰ ζήσομε, ὄχι γιὰ νὰ σκλαβωθοῦμε στὶς ὁρμὲς τῆς ἐπιθυμίας. Ἡ μετρημένη καὶ μέσα σὲ λογικὰ ὅρια τροφὴ βοηθᾶ στὴν ὑγεία τοῦ σώματος, δὲν ἀφαιρεῖ τὴν ἁγιότητα. Ἀκριβὴς κανόνας ἐγκράτειας, ὅπως παρέδωσαν οἱ Πατέρες, εἶναι νὰ σταματοῦμε νὰ τρῶμε πρὶν χορτάσομε. Καὶ ὁ Ἀπόστολος ποὺ εἶπε: «Μὴ φροντίζετε γιὰ τὴν σάρκα, πῶς νὰ ἱκανοποιήσετε τὶς ἐπιθυμίες της»(Ρωμ. 13,14), δὲν ἐμπόδισε τὴν ἀναγκαία κυβέρνηση τῆς ζωῆς, ἀλλὰ ἀπαγόρευσε τὴν φιλήδονη φροντίδα.

Ἄλλωστε, γιὰ τὴν τέλεια καθαρότητα τῆς ψυχῆς, δὲν ἀρκεῖ μόνο ἡ ἐγκράτεια στὰ φαγητά, ἂν δὲν συντρέχουν καὶ οἱ ὑπόλοιπες ἀρετές. Λοιπόν, ἡ ταπείνωση μὲ τὴν ὑπακοὴ καὶ τὴν καταπόνηση τοῦ σώματος, ὠφελοῦν πολύ. Ἡ ἀποχὴ ἀπὸ τὴ φιλαργυρία, ὄχι μόνον τὸ νὰ μὴν ἔχει κανεὶς χρήματα, ἀλλὰ καὶ τὸ νὰ μὴν τὰ ἐπιθυμεῖ, ὁδηγεῖ στὴν καθαρότητα τῆς ψυχῆς. Ἡ ἀποχὴ ἀπὸ τὴν ὀργή, ἀπὸ τὴν λύπη, ἀπὸ τὴν κενοδοξία, ἀπὸ τὴν ὑπερηφάνεια, ὅλα αὐτὰ προξενοῦν τὴ γενικὴ καθαρότητα τῆς ψυχῆς. Τὴ μερικὴ καθαρότητα τῆς ψυχῆς, μέσω τῆς σωφροσύνης, ἰδιαίτερα κατορθώνουν ἡ νηστεία καὶ ἡ ἐγκράτεια. Γιατί εἶναι ἀδύνατον ἐκεῖνος ποὺ ἔχει γεμάτη τὴν κοιλιά του, νὰ κάνει νοερὸ πόλεμο ἐναντίον τοῦ πνεύματος τῆς πορνείας.

Ὥστε λοιπὸν πρῶτος ἀγώνας μας ἂς εἶναι νὰ συγκρατοῦμε τὴν κοιλιά μας καὶ νὰ ὑποδουλώνομε τὸ σῶμα. Ὄχι μόνο μὲ νηστεία, ἀλλὰ καὶ μὲ ἀγρυπνία καὶ κόπο καὶ πνευματικὰ ἀναγνώσματα καὶ μὲ τὸ νὰ μαζεύομε τὴν καρδιά μας πάνω στὸ φόβο τῆς κολάσεως καὶ στὸν πόθο τῆς βασιλείας τῶν Οὐρανῶν.

2. Περὶ τοῦ πνεύματος τῆς πορνείας καὶ τῆς σαρκικῆς ἐπιθυμίας.
Δεύτερος ἀγώνας ποὺ ἔχομε νὰ κάνομε εἶναι ἐναντίον τοῦ πνεύματος τῆς πορνείας καί τῆς σαρκικῆς ἐπιθυμίας, ἡ ὁποία ἐπιθυμία ἀρχίζει ἀπὸ τὴ μικρὴ ἡλικία νὰ ἐνοχλεῖ τὸν ἄνθρωπο. Ὁ ἀγώνας αὐτὸς εἶναι μεγάλος καὶ δύσκολος καὶ ἔχει δύο μέτωπα. Γιατί ἐνῶ τὰ ἄλλα ἐλαττώματα κάνουν τὴ μάχη μόνο μέσα στὴ ψυχή, ὁ σαρκικὸς πόλεμος εἶναι διπλός, καὶ στὴ ψυχὴ καὶ στὸ σῶμα. Καὶ γι' αὐτὸ πρέπει νὰ ἀναλάβομε διπλὸ πόλεμο. Γιατί δὲν εἶναι ἀρκετὴ ἡ σωματικὴ νηστεία γιὰ νὰ ἀποκτήσομε τὴν τέλεια σωφροσύνη καὶ ἀληθινὴ ἁγνεία, ἂν δὲν ἀκολουθεῖ καὶ συντριβὴ καρδίας καὶ πυκνὴ προσευχὴ πρὸς τὸν Θεὸ καὶ συχνὴ μελέτη τῶν Γραφῶν καὶ κόπος καὶ ἐργασία τῶν χεριῶν, τὰ ὁποῖα μποροῦν νὰ ἀναστέλλουν τὶς ἀκατάστατες ὁρμὲς τῆς ψυχῆς καὶ νὰ ἀνακαλοῦν τὴν ψυχὴ ἀπὸ τὶς αἰσχρὲς φαντασίες. Προπάντων βοηθᾶ ἡ ταπείνωση τῆς ψυχῆς, χωρὶς τὴν ὁποία οὔτε τὴν πορνεία, οὔτε ἄλλο πάθος μπορεῖ κανεὶς νὰ νικήσει. Πρῶτα – πρῶτα λοιπὸν πρέπει μὲ κάθε προσοχὴ νὰ φυλάγει κανεὶς τὴν καρδιά του (5) ἀπὸ ρυπαροὺς λογισμούς. Γιατί ἀπὸ τὴν καρδιὰ βγαίνουν – ὅπως εἶπε ὁ Κύριος – διαλογισμοὶ πονηροί, φόνοι, μοιχεῖες, πορνεῖες καὶ τὰ λοιπὰ(6).

Καὶ ἡ νηστεία δὲν ἔχει διαταχθεῖ μόνον γιὰ κακοπάθεια τοῦ σώματος, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν προσοχὴ καὶ νηφαλιότητα τοῦ νοῦ, γιὰ νὰ μὴ σκοτιστεῖ ὁ νοῦς ἀπὸ τὴ πολυφαγία καὶ γίνει ἀδύνατος στὴν ἐπιτήρηση τῶν λογισμῶν. Πρέπει λοιπὸν ὄχι μόνο στὴ σωματικὴ νηστεία νὰ βάζομε ὅλη τὴν ἐπιμέλειά μας, ἀλλὰ καὶ στὴν προσοχὴ τῶν λογισμῶν καὶ στὴν πνευματικὴ μελέτη, χωρὶς τὰ ὁποῖα εἶναι ἀδύνατο νὰ ἀνέβομε στὸ ὕψος τῆς ἀληθινῆς ἁγνείας καὶ καθαρότητας. Πρέπει λοιπὸν νὰ καθαρίζομε πρῶτα, σύμφωνα μὲ τὴν ἐντολὴ τοῦ Κυρίου, τὸ ἐσωτερικό τοῦ πιάτου καί τοῦ ποτηρίου, γιὰ νὰ γίνει καὶ τὸ ἐξωτερικό τους καθαρὸ (7).

Γι' αὐτὸ ἀκριβῶς, ἂν ὑπάρχει μέσα μας ἡ φροντίδα νὰ πολεμήσομε νόμιμα καὶ νὰ στεφανωθοῦμε (8), ἀφοῦ νικήσομε τὸ ἀκάθαρτο πνεῦμα τῆς πορνείας, νὰ μὴν ἔχομε θάρρος στὴ δική μας δύναμη καὶ ἄσκηση, ἀλλὰ στὴ βοήθεια τοῦ Κυρίου μας καὶ Θεοῦ. Γιατί δὲν παύει ὁ ἄνθρωπος νὰ πολεμεῖται ἀπὸ αὐτὸ τὸ πνεῦμα, μέχρις ὅτου πιστέψει ἀληθινὰ ὅτι ὄχι μὲ τὴ δική του ἐπιμέλεια καὶ τὸ δικό του κόπο, ἀλλὰ μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ ἐλευθερώνεται ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἀρρώστια καὶ ἀνεβαίνει στὸ ὕψος τῆς ἁγνείας. Καὶ αὐτὸ εἶναι ὑπόθεση πάνω ἀπὸ τὴ φύση· κατὰ κάποιο τρόπο ὑπερβαίνει τὸ σῶμα ἐκεῖνος ποὺ ἔχει ὑποτάξει τοὺς ἐρεθισμοὺς τῆς σάρκας καὶ τὶς ἡδονές της. Καὶ γι' αὐτὸ εἶναι ἀδύνατον ὁ ἄνθρωπος (γιὰ νὰ τὸ πῶ ἔτσι) μὲ τὰ δικά του φτερὰ νὰ πετάξει πρὸς τὸ ὑψηλὸ καὶ οὐράνιο βραβεῖο τῆς ἁγιοσύνης καὶ νὰ γίνει μιμητὴς τῶν Ἀγγέλων, ἂν δὲν τὸν σηκώσει ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὴ γῆ καὶ τὴ λάσπη. Γιατί μὲ καμιὰ ἄλλη ἀρετὴ οἱ ἄνθρωποι μὲ τὴ σάρκα ποὺ φέρουν δὲν ἐξομοιώνονται περισσότερο μὲ τοὺς ἀγγέλους, ὅσο μὲ τὴν ἀρετή τῆς σωφροσύνης. Μὲ τὴν ἀρετὴ αὐτή, ἐνῶ βρίσκονται ἀκόμη στὴ γῆ, ἔχουν τὸ πολίτευμα στοὺς οὐρανούς, κατὰ τὸν Ἀπόστολο (9).

Δεῖγμα τοῦ ὅτι ἀποκτήσαμε τελείως αὐτὴ τὴν ἀρετὴ εἶναι νὰ μὴ προσηλώνεται ἡ ψυχὴ κατὰ τὸν ὕπνο σὲ καμία εἰκόνα αἰσχρῆς φαντασίας. Γιατί ἂν καὶ δὲν λογαριάζεται ὡς ἁμαρτία αὐτὴ ἡ κίνηση στὸν ὕπνο, εἶναι ὅμως γνώρισμα ὅτι ἡ ψυχὴ εἶναι ἄρρωστη καὶ δὲν ἔχει ἐλευθερωθεῖ ἀπὸ τὸ σαρκικὸ πάθος. Γι' αὐτὸ τὶς αἰσχρὲς φαντασίες ποὺ μᾶς ἔρχονται στὸν ὕπνο, πρέπει νὰ πιστεύομε ὅτι εἶναι ἔλεγχος τῆς προηγούμενης ἀμέλειας καὶ τῆς ἀσθένειάς μας, ἀφοῦ τὴν κρυμμένη μέσα στὰ ἀπόκρυφα τῆς ψυχῆς μας νόσο τὴν κάνει φανερὴ ἡ ρεύση κατὰ τὴν ἀνάπαυση τοῦ ὕπνου. Γι' αὐτὸ καὶ ὁ Γιατρὸς τῶν ψυχῶν μας, στὰ ἀπόκρυφα τῆς ψυχῆς ἔβαλε τὸ φάρμακο, ὅπου γνώριζε ὅτι βρίσκονται καὶ οἱ αἰτίες τῆς ἀσθένειας, λέγοντας: «Καθένας ποὺ βλέπει γυναίκα μὲ σκοπὸ νὰ τὴν ἐπιθυμήσει, ἔκανε κιόλας μοιχεία μαζί της μέσα στὴν καρδιὰ του» (10). Δὲ διορθώνει τόσο τοὺς περίεργους καὶ πορνικοὺς ὀφθαλμούς, ὅσο τὴν ψυχὴ ποὺ ἔχει τὴν κατοικία της μέσα μας, ἡ ὁποία κακῶς μεταχειρίζεται τὰ μάτια τὰ ὁποῖα ἔδωσε ὁ Θεὸς γιὰ τὸ καλό τοῦ ἀνθρώπου. Γι' αὐτὸ καὶ ἡ σοφὴ Παροιμία δὲ λέγει: «Μὲ κάθε τρόπο νὰ προσέχεις τὰ μάτια σου», ἀλλά. «Μὲ κάθε τρόπο νὰ προσέχεις τὴν καρδιά σου» (11). Ἔβαλε δηλαδὴ τὸ φάρμακο τῆς προσοχῆς στὴν καρδιὰ ποὺ μεταχειρίζεται τὰ μάτια γιὰ ὅ,τι θέλει.

Λοιπὸν αὐτὴ ἂς εἶναι ἡ φρουρὰ καὶ προφύλαξη τῆς καρδιᾶς μας. ὅταν ἔρθει στὸ νοῦ μας ἐνθύμηση γυναίκας ποὺ ξεφύτρωσε ἀπὸ διαβολικὴ δολιότητα, εἴτε μητέρας ἢ ἀδελφῆς ἢ ἄλλων εὐλαβῶν γυναικῶν, ἀμέσως νὰ τὴν διώξομε ἀπὸ τὴν καρδιά μας, μήπως ἐπιμένοντας πολὺ σ' αὐτὴ τὴν ἐνθύμηση, μᾶς κυλήσει ἐκεῖνος ποὺ μᾶς ἐξαπατᾶ στὸ κακό, ὁ διάβολος, καὶ μᾶς ρίξει μέσα στὸ γκρεμὸ τῶν αἰσχρῶν καὶ βλαβερῶν σκέψεων. Ἀλλὰ καὶ ἡ ἐντολὴ ποὺ δόθηκε ἀπὸ τὸ Θεὸ στὸν πρωτόπλαστο διατάζει, νὰ συντρίβομε τὸ κεφάλι τοῦ φιδιοῦ (12), δηλαδὴ τῶν ἀρχὴ τῶν βλαβερῶν λογισμῶν, μέσω τῶν ὁποίων ἐπιχειρεῖ αὐτὸ νὰ συρθεῖ μέσα στὶς ψυχές μας. Ἀλλιῶς μὲ τὸ νὰ παραδεχτοῦμε τὸ κεφάλι, ποὺ εἶναι ἡ ἀρχὴ τοῦ λογισμοῦ, θὰ παραδεχτοῦμε καὶ τὸ ὑπόλοιπο σῶμα τοῦ φιδιοῦ, ποὺ εἶναι ἡ συγκατάθεση στὴν ἡδονή, καὶ αὐτὸ θὰ κατακρημνίσει τὴ διάνοιά μας στὴν παράνομη πράξη. Ἀλλὰ πρέπει κατὰ τὴν Γραφή, κάθε πρωὶ νὰ ἐξολοθρεύομε ὅλους τοὺς ἁμαρτωλούς τῆς γῆς (13), δηλαδὴ μὲ τὸ φῶς τῆς γνώσεως νὰ διακρίνομε καὶ νὰ ἐξολοθρεύομε τοὺς ἁμαρτωλοὺς λογισμοὺς ἀπὸ τὴ γῆ, ἡ ὁποία εἶναι ἡ καρδιά μας, σύμφωνα μὲ τὴ διδασκαλία τοῦ Κυρίου. Καὶ ὅσο εἶναι ἀκόμη νήπια οἱ γιοὶ τῆς Βαβυλώνας, δηλαδὴ οἱ πονηροὶ λογισμοί, νὰ τοὺς χτυπᾶμε στὸ ἔδαφος καὶ νὰ τοὺς τσακίζομε πάνω στὴν πέτρα (14), ἡ ὁποία πέτρα εἶναι ὁ Χριστός. Γιατί ἂν οἱ νήπιοι λογισμοὶ μεγαλώσουν καὶ γίνουν ἄνδρες λόγω τῆς συγκαταθέσεώς μας σ' αὐτούς, τότε δὲν θὰ νικηθοῦν χωρὶς μεγάλο στεναγμὸ καὶ κόπο.

Μετὰ τὰ ὅσα εἴπαμε ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφή, καλὸ εἶναι νὰ θυμηθοῦμε καὶ λόγους ἁγίων Πατέρων. Εἶπε λοιπὸν ὁ ἅγιος Βασίλειος, ἐπίσκοπος Καισαρείας τῆς Καππαδοκίας. «Καὶ γυναίκα δὲ γνωρίζω καὶ παρθένος δὲν εἶμαι». Τόσο πολὺ γνώριζε ὅτι τὸ δῶρο τῆς παρθενίας δὲν κατορθώνεται μόνο μὲ ἀποχὴ ἀπὸ γυναίκα, ὅσο μὲ τὴν ἁγιοσύνη τῆς ψυχῆς καὶ τὴν καθαρότητα, ἡ ὁποία κατορθώνεται μὲ τὸ φόβο τοῦ Θεοῦ. Λένε ἐπίσης καὶ τοῦτο οἱ Πατέρες, ὅτι δὲν μποροῦμε νὰ ἀποκτήσομε τελείως τὴν ἀρετὴ τῆς ἁγνείας, ἂν δὲν ἀποκτήσομε πρωτύτερα τὴν ἀληθινὴ ταπεινοφροσύνη μέσα στὴν καρδιά μας. Οὔτε μποροῦμε νὰ κριθοῦμε ἄξιοι ν' ἀποκτήσομε τὴν ἀληθινὴ θεία γνώση, ἂν μέσα στὰ ἀπόκρυφα τῆς ψυχῆς ἔχει θρονιαστεῖ τὸ πάθος τῆς πορνείας. Θὰ δείξομε καὶ ἀπὸ τὸν Ἀπόστολο πόσο μεγάλο εἶναι τὸ κατόρθωμα τῆς σωφροσύνης, καὶ ἀφοῦ ἀναφέρομε μία φράση του μόνο, θὰ τελειώσομε: «Ἐπιδιώκετε νὰ ἔχετε εἰρήνη μὲ ὅλους καὶ τὸν ἁγιασμό, ποὺ χωρὶς αὐτὸν κανένας δὲν θὰ δεῖ τὸν Κύριο» (15). Ὅτι ἀναφέρεται στὸ θέμα μας, εἶναι φανερὸ ἀπὸ ἐκεῖνο ποὺ λέει ἀμέσως παρακάτω: «Κανένας πόρνος καὶ βέβηλος ὅπως ὁ Ἠσαῦ» (16). Ὅσο λοιπὸν οὐράνιο καὶ ἀγγελικὸ εἶναι τὸ κατόρθωμα τῆς ἁγιοσύνης, τόσο μὲ βαρύτερες συνωμοσίες καὶ δόλους πολεμεῖται ἀπό τοὺς ἐχθροὺς δαίμονες. Καὶ γι' αὐτὸ ὀφείλομε νὰ φροντίζομε νὰ ἔχομε ὄχι μόνον ἐγκράτεια σώματος, ἀλλὰ καὶ συντριβὴ καρδίας καὶ πυκνὲς προσευχὲς μὲ στεναγμούς, ὥστε τὸ καμίνι τῆς σάρκας μας, τὸ ὁποῖο ὁ βασιλιὰς τῆς Βαβυλώνας ἀνάβει καθημερινὰ μὲ τοὺς ἐρεθισμοὺς τῆς ἐπιθυμίας, νὰ τὸ σβήσομε μὲ τὴ δρόσο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος(17).

Ἐκτὸς ἀπὸ αὐτά, μέγιστο ὅπλο γιὰ τὸν πόλεμο αὐτὸ εἶναι ἡ κατὰ Θεὸν ἀγρυπνία. Γιατί ὅπως ἡ προσοχὴ καὶ ἡ προφύλαξη τῆς ἡμέρας ἑτοιμάζει τὴ νυχτερινὴ ἁγιοσύνη, ἔτσι ἡ νυχτερινὴ κατὰ Θεὸν ἀγρυπνία ἑτοιμάζει καὶ διευκολύνει τὴν ψυχὴ στὴν καθαρότητα τῆς ἡμέρας.

3. Ἡ φιλαργυρία.
Τρίτος εἶναι ὁ ἀγώνας ἐναντίον τοῦ πνεύματος τῆς φιλαργυρίας, ἀγώνας ξένος καὶ ἔξω ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη φύση, ποὺ βρίσκει ἀφορμὴ τὴν ἀπιστία τοῦ μοναχοῦ. Γιατί οἱ ἐρεθισμοὶ τῶν ἄλλων παθῶν, ἐννοῶ τοῦ θυμοῦ καὶ τῆς ἐπιθυμίας, ἔχουν τὶς ἀφορμὲς ἀπὸ τὸ σῶμα, καὶ κατὰ κάποιο τρόπο εἶναι ἔμφυτα καὶ ἔχουν τὴν ἀρχὴ ἀπὸ τὴν γέννηση. Γι' αὐτὸ καὶ χρειάζεται πολὺς καιρὸς γιὰ νὰ νικηθοῦν. Ἡ ἀρρώστια ὅμως τῆς φιλαργυρίας ἔρχεται ἀπὸ ἔξω καὶ μπορεῖ εὐκολότερα νὰ κοπεῖ ἂν καταβάλλει κανεὶς ἐπιμέλεια καὶ προσοχή. Ἂν ὅμως παραμεληθεῖ, γίνεται πιὸ αταστρεπτικὴ ἀπὸ τὰ ἄλλα πάθη καὶ δύσκολα φεύγει. γιατί εἶναι ρίζα ὅλων τῶν κακῶν (Α΄ Τιμ. 6, 10), κατὰ τὸν Ἀπόστολο.

Ἂς σκεφτοῦμε ὡς ἑξῆς: οἱ φυσικὲς κινήσεις τοῦ σώματος ὑπάρχουν ὄχι μόνο στὰ παιδιά, στὰ ὁποῖα κρίση τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ δὲν ὑπάρχει ἀκόμα, ἀλλὰ καὶ σ' αὐτὰ τὰ νήπια ποὺ τρῶνε γάλα, ποὺ δὲν ἔχουν οὔτε ἴχνος ἡδονῆς, δίνουν ὅμως σημάδι ὅτι ἔχουν ἐκ φύσεως κίνηση στὴ σάρκα τους. Ἐπίσης καὶ τὸ κεντρὶ τοῦ θυμοῦ παρατηρεῖται στὰ νήπια, ὅταν τὰ βλέπομε νὰ διεγείρονται ζωηρὰ ἐναντίον ἐκείνων ποὺ τὰ λύπησαν. Καὶ αὐτὰ δὲν τὰ λέω γιὰ νὰ κατηγορήσω τὴ φύση σὰν αἰτία τῆς ἁμαρτίας· μὴ γένοιτο· ἀλλὰ γιὰ νὰ δείξω ὅτι ὁ θυμὸς καὶ ἡ ἐπιθυμία, ἂν καὶ γιὰ καλὸ ἑνώθηκαν μὲ τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸν Δημιουργὸ καὶ εἶναι κάπως ἀπὸ τὰ φυσικὰ προσόντα τοῦ σώματος, ἐξαιτίας τῆς ἀμέλειας ξεπέφτουν σὲ πράξεις ἔξω ἀπὸ τὴ φύση. Γιατί ἡ κίνηση τοῦ σώματος δόθηκε ἀπὸ τὸν Δημιουργὸ γιὰ τὴ γέννηση ἀπογόνων καὶ τὴν παράταση τῆς ἀνθρωπότητας κατὰ διαδοχὴ καὶ ὄχι γιὰ τὴν πορνεία. Καὶ ὁ θυμὸς ἔχει κατασπαρεῖ μέσα μας γιὰ τὴ σωτηρία, γιὰ νὰ θυμώνομε ἐναντίον τῆς κακίας καὶ ὄχι νὰ γινόμαστε θηρία ἐναντίον τῶν ἀνθρώπων. Ἂν λοιπὸν χρησιμοποιοῦμε γιὰ κακὸ τὸ θυμὸ καὶ τὴν ἐπιθυμία, δὲν εἶναι ἡ ἀνθρώπινη φύση ἁμαρτωλὴ οὔτε θὰ κατηγορήσομε τὸν Πλάστη, ὅπως δὲν κατηγοροῦμε ἐκεῖνον ποὺ ἔδωσε στὸν ἄλλον ἕνα σιδερένιο ἐργαλεῖο γιὰ μία ἀναγκαία καὶ ὠφέλιμη ἐργασία, καὶ αὐτὸς τὸ χρησιμοποίησε σὲ φόνο.

Αὐτὰ τὰ εἴπαμε γιὰ νὰ φανερώσομε ὅτι τὸ πάθος τῆς φιλαργυρίας δὲν προέρχεται ἀπὸ τὴ φύση, ἀλλὰ μόνο ἀπὸ πολὺ κακὴ καὶ διεφθαρμένη διάθεση. Γιατί ἡ ἀρρώστια αὐτὴ τῆς φιλαργυρίας, ὅταν βρεῖ στὴν ἀρχὴ τῆς ἀποταγῆς χλιαρὴ καὶ ἄπιστη τὴν ψυχή, τῆς ὑποβάλλει δίκαιες τάχα καὶ εὐλογοφανεῖς προφάσεις γιὰ νὰ κατακρατήσει μερικὰ ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ ἔχει. Τοῦ λέει ὅτι θὰ ἔχει μακροχρόνια γηρατειὰ καὶ ἀσθένεια καὶ ὅτι ἐκεῖνα ποὺ δίνει γιὰ τὶς ἀνάγκες τὸ κοινόβιο δὲν εἶναι ἀρκετὰ ὄχι γιὰ ἄρρωστο, ἀλλὰ οὔτε γιὰ ὑγιή, καὶ ὅτι ἐδῶ δὲν φροντίζουν ὅπως χρειάζεται τοὺς ἀρρώστους, ἀλλὰ μὲ πολλὴ ἀμέλεια, καὶ ἂν δὲν ἔχει κρύψει χρυσάφι, θὰ πεθάνει ἄθλια. Τελευταῖα τοῦ ὑποβάλλει τὴ σκέψη, ὅτι οὔτε στὸ μοναστήρι μπορεῖ νὰ μείνει πολύ, λόγω τῆς βαριᾶς ἐργασίας καὶ τῆς αὐστηρότητας τοῦ ἡγουμένου. Καὶ ὅταν παραπλανήσει τὴ διάνοια μὲ τέτοιες σκέψεις, γιὰ νὰ ἀποκτήσει ἔστω καὶ ἕνα δηνάριο, τότε τὸν καταφέρνει καὶ ἐργασία τοῦ χεριοῦ νὰ μάθει κρυφὰ ἀπὸ τὸν ἡγούμενο, ἀπὸ τὴν ὁποία θὰ μπορέσει νὰ αὐξήσει τὸ χρῆμα ποὺ τόσο ἐπιθυμεῖ. Καὶ παραπέρα τὸν ἐξαπατᾶ τὸν ἄθλιο μὲ κρυφὲς ἐλπίδες καὶ τοῦ ψιθυρίζει τὸ κέρδος ποὺ θὰ ἔχει ἀπὸ τὴν ἐργασία του καὶ τὴν ἀνάπαυση καὶ ἀμεριμνησία ποὺ θὰ ἀποκτήσει. Καὶ ἀφοῦ παραδοθεῖ ὁλόκληρος στὴ σκέψη τοῦ κέρδους, κανένα ἄλλο κακὸ δὲν προσέχει. οὔτε τὴν παραφορὰ τῆς ὀργῆς ἂν τοῦ συμβεῖ καμιὰ ζημιά, οὔτε τὸ σκοτάδι τῆς λύπης ἂν δὲν πετύχει τὸ κέρδος, ἀλλὰ ὅπως σὲ ἄλλους γίνεται θεὸς ἡ κοιλιὰ τους (Φιλιπ. 3, 19), ἔτσι καὶ σ' αὐτὸν γίνεται θεὸς ὁ χρυσός. Γι' αὐτὸ ὁ μακάριος Ἀπόστολος γνωρίζοντάς τα αὐτά, ὄχι μόνο ρίζα ὅλων τῶν κακῶν ὀνόμασε τὴ φιλαργυρία, ἀλλὰ καὶ εἰδωλολατρία τὴν εἶπε (Α’ Τιμ. 6, 10).

Ἂς δοῦμε λοιπὸν σὲ πόση κακία ἡ ἀρρώστια αὐτὴ σέρνει τὸν ἄνθρωπο, ὥστε νὰ τὸν ρίξει καὶ στὴν εἰδωλολατρία· γιατί ἀφοῦ ἀπομακρύνει ὁ φιλάργυρος τὸ νοῦ του ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἀγαπᾶ εἴδωλα, δηλ. ἀνάγλυφες εἰκόνες ἀνθρώπων ποὺ εἶναι χαραγμένες πάνω στὰ νομίσματα. Μὲ τέτοιους λογισμοὺς λοιπὸν ἀφοῦ σκοτισθεῖ ὁ μοναχὸς καὶ προχωρήσει στὸ χειρότερο, δὲν μπορεῖ νὰ ἔχει διόλου ὑπακοή, ἀλλὰ ἀγανακτεῖ, νομίζει ὅτι πάσχει ἄδικα, καὶ γιὰ τὴν κάθε ἐργασία γογγύζει, ἀντιλέγει καὶ χωρὶς διόλου εὐλάβεια σὰν ἄλογο σκληρότατο βαδίζει στὸ γκρεμό. Οὔτε στὴν καθημερινὴ τροφὴ ἀρκεῖται, καὶ διαμαρτύρεται ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ ὑποφέρει μέχρι τέλος. Καὶ λέει ὅτι ὁ Θεὸς δὲν εἶναι μόνο ἐκεῖ, οὔτε ὅτι ἐκεῖ ἀποκλειστικὰ βρίσκεται ἡ σωτηρία του· καὶ ὅτι ἂν δὲν φύγει ἀπὸ τὸ μοναστήρι ἐκεῖνο, θὰ χαθεῖ. Καὶ ἔτσι ἔχοντας γιὰ συνεργὸ τῆς διεφθαρμένης γνώμης του τὰ χρήματα ποὺ φυλάει, τὰ αἰσθάνεται σὰν φτερὰ καὶ μὲ αὐτὰ μελετᾶ νὰ φύγει ἀπὸ τὸ μοναστήρι. Καὶ λοιπὸν ἀπαντᾶ ὑπερήφανα καὶ ἄγρια σὲ ὅλες τὶς ἐντολὲς ποὺ τοῦ δίνουν, καὶ νομίζοντας τὸν ἑαυτό του ξένο καὶ ἐξωμέριτη, ἂν δεῖ στὸ μοναστήρι ὅτι κάτι ἔχει ἀνάγκη νὰ διορθωθεῖ, ἀμελεῖ καὶ περιφρονεῖ καὶ κατηγορεῖ ὅλα ὅσα γίνονται. Ἔπειτα ζητάει προφάσεις γιὰ νὰ ὀργιστεῖ καὶ νὰ λυπηθεῖ, γιὰ νὰ μὴν τὸν νομίσουν ἐπιπόλαιο καὶ ὅτι φεύγει ἀπὸ τὸ μοναστήρι χωρὶς αἰτία. Κι ἂν μπορέσει μὲ κρυφομιλήματα καὶ μάταια λόγια νὰ ἐξαπατήσει καὶ ἄλλον καὶ νὰ τὸν βγάλει ἀπὸ τὸ μοναστήρι, κι αὐτὸ τὸ κάνει, γιὰ νὰ ἔχει καὶ συνεργό. Ἔτσι λοιπὸν μὲ τὸ νὰ ἀνάβει ἀπὸ τὴ φωτιὰ τῶν χρημάτων του ὁ φιλάργυρος, ποτὲ δὲν μπορεῖ νὰ ἡσυχάσει στὸ μοναστήρι του οὔτε νὰ ζήσει κάτω ἀπὸ κανόνα. Κι ὅταν ὁ διάβολος σὰν λύκος τὸν ἁρπάξει ἀπὸ τὴν μάνδρα καὶ τὸν ξεχωρίσει ἀπὸ τὸ ποίμνιο καὶ τὸν πάρει γιὰ νὰ τὸν φάει, τότε τὸν φέρνει στὸ σημεῖο, τὰ ἔργα ποὺ βαριόταν νὰ κάνει τὶς ὁρισμένες ὧρες στὸ κοινόβιο, αὐτὰ νὰ τὰ κάνει στὸ κελὶ του μέρα καὶ νύχτα μὲ μεγάλη προθυμία. Καὶ οὔτε τὶς συνήθειες τῶν προσευχῶν, οὔτε τὶς νηστεῖες, οὔτε τὸν κανόνα τῶν ἀγρυπνιῶν ἐπιτρέπει νὰ τηρεῖ, ἀλλὰ ἀφοῦ τὸν δέσει μὲ τὴ μανία τῆς φιλαργυρίας, ὅλη του τὴν προθυμία τὸν πείθει νὰ τὴν δείξει στὸ ἐργόχειρό του.

Εἶναι τρεῖς τρόποι αὐτῆς τῆς ἀρρώστιας, τοὺς ὁποίους ἐξίσου ἀπαγορεύουν οἱ θεῖες Γραφὲς καὶ οἱ διδασκαλίες τῶν Πατέρων. Ἕνας εἶναι ποὺ κάνει ὅσους ἦταν φτωχοί, νὰ προσπαθοῦν ἐκεῖνα ποὺ δὲν εἶχαν στὸν κόσμο νὰ τὰ ἀποκτήσουν τώρα. Ἄλλος εἶναι ποὺ κάνει νὰ μετανοοῦν ὅσοι ἀρνήθηκαν μία φορὰ τὰ χρήματα ὅταν ἔγιναν μοναχοὶ καὶ τοὺς βάζει νὰ ζητοῦν ἐκεῖνα ποὺ πρόσφεραν στὸ Θεό. Τρίτος εἶναι αὐτός, ὁ ὁποῖος ἀφοῦ ἀπὸ τὴν ἀρχὴ δέσει τὸ μοναχὸ μὲ ἀπιστία καὶ χλιαρότητα, δὲν τοῦ ἐπιτρέπει νὰ ἀπαλλαγεῖ τελείως ἀπὸ τὶς κοσμικὲς ἀσχολίες, μὲ τὸ νὰ τοῦ ὑποβάλλει φόβο τῆς φτώχειας καὶ ἀπιστία στὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ, καὶ νὰ τὸν κάνει παραβάτη τῶν ὑποσχέσεών του ποὺ ἔδωσε, ὅταν ἀρνήθηκε τὸν κόσμο. Τὰ παραδείγματα αὐτῶν τῶν τριῶν τρόπων βρήκαμε ὅτι κατακρίνονται στὴν Ἁγία Γραφή. Ἔτσι ὁ Γιεζῆ, ἐπειδὴ ἐπιθύμησε νὰ ἀποκτήσει χρήματα ποὺ δὲν εἶχε πρωτύτερα, δὲν πέτυχε τὴν προφητικὴ χάρη, τὴν ὁποία ὁ διδάσκαλος ἤθελε νὰ τοῦ ἀφήσει ὡς κληρονομιά. Καὶ ἀντὶ εὐλογία, κληρονόμησε αἰώνια λέπρα μὲ τὴν κατάρα τοῦ Προφήτη (Δ΄Βασ. 5, 25).

Καὶ ὁ Ἰούδας ποὺ θέλησε νὰ πάρει χρήματα, τὰ ὁποῖα εἶχε ἐγκαταλείψει προηγουμένως, ἀφοῦ ἀκολούθησε τὸ Χριστό, ὄχι μόνο γλύστρησε στὴν προδοσία τοῦ Κυρίου καὶ χωρίστηκε ἀπὸ τὸν χορὸ τῶν Ἀποστόλων, ἀλλὰ καὶ τὴ ζωὴ του τελείωσε μὲ βίαιο θάνατο (Ματθ. 27, 5).

Ὁ Ἀνανίας καὶ ἡ Σαπφείρα μὲ τὸ νὰ φυλάξουν μερικὰ ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ εἶχαν, τιμωροῦνται μὲ θάνατο ἀπὸ τὸ ἀποστολικὸ στόμα (Πραξ. 5, 1-10).

Ὁ μέγας Μωυσῆς στὸ Δευτερονόμιο παραγγέλει μὲ μυστικὸ τρόπο σ' ἐκείνους ποὺ ὑπόσχονται νὰ ἀποταχθοῦν καὶ νὰ φύγουν ἀπὸ τὸν κόσμο καὶ ἀπὸ φόβο ἀπιστίας πάλι κρατιοῦνται ἀπὸ τὰ γήινα πράγματα: «Ἂν εἶναι κανεὶς φοβιτσιάρης καὶ δειλὸς νὰ μὴ βγεῖ στὸν πόλεμο, ἀλλὰ νὰ πάει σπίτι του καὶ νὰ καθίσει, μὴ τυχὸν κάνει καὶ τοὺς ἀδελφούς του νὰ φοβηθοῦν καὶ αὐτοὶ» (Δευτ. 20, 8).

Ὑπάρχει ἄλλη πιὸ σίγουρη καὶ καθαρὴ μαρτυρία; Δὲν μαθαίνομε ἀπ' αὐτὰ ὅτι ἐκεῖνοι ποὺ ἀπαρνοῦνται τὸν κόσμο, πρέπει τελείως νὰ τὰ ἀπαρνοῦνται ὅλα κι ἔτσι νὰ βγαίνουν στὸν πόλεμο, καὶ ὄχι μὲ τὸ νὰ κάνουν ἀρχὴ νωθρὴ καὶ διεφθαρμένη, νὰ ἀπομακρύνουν τοὺς ἄλλους ἀπὸ τὴν εὐαγγελικὴ τελειότητα καὶ νὰ τοὺς φέρνουν σὲ δειλία; Αὐτὸ ποὺ λέει καλῶς ἡ θεία Γραφή: «Φέρνει μακαριότητα πιὸ πολὺ τὸ νὰ δίνεις παρὰ τὸ νὰ παίρνεις» (Πραξ. 20, 35), τὸ ἑρμηνεύουν κακῶς, καθὼς βιάζονται πρὸς ἐξαπάτησή τους καὶ πρὸς τὴν ἐπιθυμία τῆς φιλαργυρίας, παρεξηγώντας τὴν ἔννοια τοῦ ρητοῦ καὶ τὴν διδασκαλία τοῦ Κυρίου ποὺ λέει: «Ἂν θέλεις νὰ εἶσαι τέλειος, πήγαινε, πούλησε τὰ ὑπάρχοντά σου, καὶ δῶστα στοὺς φτωχοὺς καὶ θ' ἀποκτήσεις θησαυρὸ στὸν οὐρανό, καὶ ἔλα ἀκολούθησέ με» (Ματθ. 19, 21). Καὶ ἔτσι συμπεραίνουν ὅτι ἀπὸ τὴν ἀκτημοσύνη εἶναι ἀνώτερο τὸ νὰ ἐξουσιάζουν τὸν πλοῦτο τους καὶ ἀπὸ αὐτὸν νὰ δίνουν σὲ ὅσους ἔχουν ἀνάγκη.

Ἂς μάθουν αὐτοὶ ὅτι δὲν ἀπαρνήθηκαν ἀκόμα τὸν κόσμο, οὔτε ἔφτασαν τὴν μοναχικὴ τελειότητα, ἀφοῦ ντρέπονται νὰ γίνουν φτωχοὶ γιὰ χάρη τοῦ Χριστοῦ σὰν τὸν Ἀπόστολο Παῦλο καὶ μὲ τὴν ἐργασία τῶν χεριῶν τους νὰ συντηροῦν καὶ τὸν ἑαυτό τους καὶ νὰ ἐξυπηρετοῦν καὶ ὅσους ἔχουν ἀνάγκη (Πραξ. 20, 34) καὶ μὲ ἔργα νὰ ἐκπληρώσουν τὴν μοναχικὴ ὑπόσχεση καὶ νὰ δοξαστοῦν μαζὶ μὲ τὸν Ἀπόστολο. Καὶ ἀφοῦ διασκορπίσουν τὸν παλιὸ πλοῦτο, νὰ ἀγωνίζονται μαζὶ μὲ τὸν Παῦλο μὲ πείνα καὶ δίψα, μὲ κρύο καὶ γύμνια τὸν καλὸ ἀγώνα (Β΄Τιμ. 4,7). Γιατί ἂν γνώριζε ὁ Ἀπόστολος ὅτι ὁ παλιός του πλοῦτος ἦταν πιὸ χρήσιμος γιὰ τὴν τελειοποίηση τοῦ ἀνθρώπου, δὲν θὰ τὸν περιφρονοῦσε, ἀφοῦ ἦταν καὶ διακεκριμένος Ρωμαῖος πολίτης (Πραξ. 22,25). Ἀλλὰ καὶ οἱ χριστιανοὶ τῶν Ἱεροσολύμων πουλοῦσαν τὰ σπίτια καὶ τὰ χωριάφια τους καὶ ἔβαζαν τὸ ἀντίτιμο καταγῆς κοντὰ στὰ πόδια τῶν Ἀποστόλων (Πραξ. 4,34). Δὲν θὰ τὸ ἔκαναν αὐτὸ ἂν γνώριζαν ὅτι οἱ Ἀπόστολοι θεωροῦσαν καλύτερο νὰ τρέφονται ἀπὸ τὰ δικά τους χρήματα καὶ ὄχι ἀπὸ τὸν προσωπικό τους κόπο καὶ ἀπὸ τὶς προσφορὲς τῶν ἐθνικῶν. Ἀκόμα πιὸ καθαρὰ διδάσκει γι' αὐτὰ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος μ' ἐκεῖνα ποὺ γράφει πρὸς τοὺς Ρωμαίους: «Τώρα πηγαίνω στὴν Ἱερουσαλὴμ γιὰ νὰ διακονήσω τοὺς ἁγίους... Τὸ θέλησαν νὰ τοὺς βοηθήσουν, ἀλλὰ ἦταν καὶ ὀφειλέτες τους»(Ρωμ. 15, 27). Καὶ ὁ ἴδιος, καθὼς ἦταν σὲ δεσμὰ καὶ φυλακὲς πολλὲς φορὲς καὶ ταλαιπωρημένος ἀπὸ τὴν ὁδοιπορία, πράγμα ποὺ τὸν ἐμπόδιζε νὰ ἐργάζεται ὅπως συνήθιζε μὲ τὰ χέρια του γιὰ νὰ προμηθεύεται τὰ ἀναγκαῖα, διδάσκει ὅτι αὐτὰ τὰ πῆρε ἀπὸ τοὺς ἀδελφοὺς ποὺ ἦρθαν ἀπὸ τὴ Μακεδονία, λέγοντας: «Τὸ ὑστέρημά μου τὸ συμπλήρωσαν οἱ ἀδελφοὶ ποὺ ἦρθαν ἀπὸ τὴ Μακεδονία» (Β΄ Κορ. 11,9). Καὶ πρὸς τοὺς Φιλιππησίους γράφει: «Ξέρετε καὶ σεῖς, Φιληππήσιοι, ὅτι ἀφοῦ ἀναχώρησα ἀπὸ τὴν Μακεδονία, καμία ἄλλη ἐκκλησία δὲν μὲ βοήθησε, παρὰ μόνο σεῖς, γιατί καὶ στὴ Θεσσαλονίκη καὶ μία καὶ δύο φορές μοῦ στείλατε τὰ ἀναγκαῖα (Φιλ. 4, 15)». Ἂς εἶναι λοιπὸν καὶ αὐτοὶ κατὰ τὴν γνώμη τῶν φιλαργύρων πιὸ εὐτυχεῖς ἀπὸ τὸν Ἀπόστολο ἐπειδὴ ἀπὸ τὰ ὑπάρχοντά τους τοῦ χορήγησαν τὰ ἀναγκαῖα. Ἀλλὰ δὲν θὰ φτάσει κανεὶς σὲ μία τόσο μεγάλη ἀνοησία, νὰ τὸ πεῖ αὐτό.

Ἂν λοιπὸν θέλομε νὰ ἀκολουθήσομε τὴν εὐαγγελικὴ ἐντολὴ καὶ ὅλη ἐκείνη τὴν Ἐκκλησία τὴν θεμελιωμένη ἀπὸ τὴν ἀρχὴ πάνω στοὺς Ἀποστόλους, νὰ μὴ στηριζόμαστε στὶς ὑποκειμενικὲς γνῶμες μας, οὔτε ὅσα ἔχουν καλὰ εἰπωθεῖ νὰ τὰ ἐξηγήσομε ἄσχημα. Ἀλλά, ἀφοῦ πετάξομε μακριὰ τὴ χλιαρὴ καὶ ἄπιστη γνώμη μας, νὰ ἐντυπώσομε καλὰ στὸ νοῦ μας τὴν ἀκρίβεια τοῦ Εὐαγγελίου. Ἔτσι θὰ μπορέσομε νὰ ἀκολουθήσομε καὶ τὰ ἴχνη τῶν Πατέρων καὶ ποτὲ νὰ μὴν ἀπομακρυνθοῦμε ἀπὸ τὴν προσοχὴ καὶ τὴν ἐπιμέλεια τοῦ κοινοβίου καὶ τὸν κόσμο τοῦτο νὰ τὸν ἀπαρνηθοῦμε ἀληθινά. Καλὸ εἶναι λοιπὸν καὶ ἐδῶ νὰ θυμηθοῦμε τὸν λόγο κάποιου ἁγίου. Ὁ ἅγιος Βασίλειος, λοιπόν, ὁ ἐπίσκοπος Καισαρείας τῆς Καππαδοκίας, σὲ κάποιον συγκλητικὸ ποὺ ἀπαρνήθηκε μὲ χλιαρότητα τὸν κόσμο καὶ κράτησε μερικὰ ἀπὸ τὰ χρήματά του, λέγεται ὅτι τοῦ εἶπε ἕνα τέτοιο λόγο: Καὶ τὸν συγκλητικὸ ἔχασες καὶ μοναχὸς δὲν ἔγινες».

Πρέπει λοιπὸν μὲ κάθε ἐπιμέλεια νὰ ξεριζώνομε ἀπὸ τὴν ψυχή μας τὴ ρίζα ὅλων τῶν κακῶν, ποὺ εἶναι ἡ φιλαργυρία, γνωρίζοντας καλὰ ὅτι ὅταν μένει ἡ ρίζα, εὔκολα φυτρώνουν τὰ κλαδιά. Ἀλλὰ τὴν ἀρετὴ αὐτὴ εἶναι δύσκολο νὰ τὴν κατορθώσομε ἂν δὲν μένομε σὲ κοινόβιο. Γιατί στὸ κοινόβιο δὲν ἔχομε φροντίδα οὔτε γιὰ τὶς ἀπαραίτητες ἀνάγκες μας. Ἔχονας ἐμπρὸς μας στὰ μάτια μας, τὴν καταδίκη τοῦ Ἀνανία καὶ τῆς Σαπφείρας, νὰ μᾶς πιάνει φρίκη ἂν θέλομε νὰ ἀφήσομε τίποτε στὰ χέρια μας ἀπὸ τὴν παλιὰ περιουσία μας. Ἐπίσης ἂς φοβηθοῦμε τὸ παράδειγμα τοῦ Γιεζῆ, ὁ ὁποῖος ἐξαιτίας τῆς φιλαργυρίας τοῦ παραδόθηκε σὲ αἰώνια λέπρα, κι ἂς φυλαχτοῦμε μήπως μαζέψομε γιὰ τοὺς ἑαυτοὺς μας χρήματα τὰ ὁποῖα οὔτε στὸν κόσμο εἴχαμε. Κι ἀκόμη ἔχοντας στὸ νοῦ μας τὸ κρέμασμα τοῦ Ἰούδα, ἂς φοβηθοῦμε νὰ πάρουμε πίσω κάτι ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ καταφρονήσαμε ὅταν γίναμε μοναχοί. Πάνω ἀπ' ὅλα, ἂς ἔχομε πάντοτε ἐμπρὸς μας τὴν ἀδηλότητα τοῦ θανάτου, μήπως σὲ ὥρα ποὺ δὲν περιμένομε ἔρθει ὁ Κύριός μας (Ματθ. 24,44) καὶ βρεῖ λερωμένη τὴ συνείδησή μας ἀπὸ φιλαργυρία καὶ μᾶς πεῖ ἐκεῖνα ποὺ εἶπε στὸ Εὐαγγέλιο πρὸς τὸν πλούσιο ἐκεῖνο: «Ἀνόητε, αὐτὴ τὴ νύχτα ἀπαιτοῦν ἀπὸ σένα τὴ ψυχή σου· σὲ ποιὸν θὰ πᾶνε αὐτὰ ποὺ ἑτοίμασες (Λουκ. 12,20);

4. Περὶ τῆς ὀργῆς.
Τέταρτος ἀγώνας εἶναι ἐμπρὸς μας ἐναντίον τοῦ πνεύματος τῆς ὀργῆς. Καὶ εἶναι ἀνάγκη, μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ, τὸ θανατηφόρο δηλητήριο τῆς ὀργῆς νὰ τὸ κόψομε ἀπὸ τὸ βάθος τῆς καρδιᾶς μας. Γιατί ὅσο τὸ πονηρὸ τοῦτο πνεῦμα κάθεται στὴν καρδιά μας καὶ τυφλώνει μὲ τὶς σκοτεινὲς ἀναταραχὲς τὰ μάτια τῆς καρδιᾶς μας, οὔτε τὸ συμφέρον τῆς ψυχῆς μας μποροῦμε νὰ διακρίνομε, οὔτε νὰ φτάσομε ποτὲ τὴν πνευματικὴ γνώση, οὔτε τὴν τελειότητα ἀγαθῆς σκέψεως νὰ πάρομε στὴν κατοχή μας, οὔτε νὰ γίνομε μέτοχοι τῆς ἀληθινῆς πνευματικῆς ζωῆς, οὔτε τὸ θεῖο καὶ ἀληθινὸ φῶς μπορεῖ νὰ δεχτεῖ ὁ νοῦς μας· γιατί λέει ἡ Γραφή: «Ταράχθηκαν τὰ μάτια μου ἀπὸ τὸ θυμὸ» (36). Οὔτε θὰ γίνομε μέτοχοι τῆς θείας σοφίας, καὶ ἂν ἀκόμη οἱ ἄλλοι μᾶς νομίζουν γιὰ πολὺ σοφούς, γιατί εἶναι γραμμένο: «Στὸν κόρφο τῶν ἀνοήτων ἀναπαύεται ὁ θυμὸς» (Ἐκκλ. 7,9). Ἀλλὰ οὔτε καὶ τὶς σωτήριες σκέψεις τῆς διακρίσεως μποροῦμε νὰ ἀποκτήσομε καὶ ἂν ἀκόμη οἱ ἄνθρωποί μας νομίζουν γιὰ φρόνιμους, γιατί εἶναι γραμμένο: «Ἡ ὀργὴ καταστρέφει καὶ τοὺς φρόνιμους» (Παρροιμ. 15,1). Ἀλλὰ οὔτε θὰ μπορέσομε νὰ ἀποδώσομε τὸ δίκαιο μὲ προσεκτικὴ καὶ νηφάλια καρδιά, καθὼς εἶναι γραμμένο: «Ὁ θυμὸς τοῦ ἀνθρώπου δὲν πραγματοποιεῖ τὴ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ» (Ἰακ. 1,20). οὔτε τὴν κοσμιότητα καὶ σεμνότητα ποὺ ὅλοι οἱ ἄνθρωποι τὴν ἐπαινοῦν μποροῦμε νὰ ἀποκτήσομε, γιατί εἶναι γραμμένο: «Ἄνθρωπος ποὺ θυμώνει δὲν εἶναι κόσμιος» (Παροιμ. 11, 25). Ὅποιος λοιπὸν θέλει νὰ φτάσει τὴν τελειότητα καὶ ἐπιθυμεῖ νὰ ἀγωνιστεῖ νόμιμα τὸν πνευματικὸ ἀγώνα, ἂς εἶναι ξένος ἀπὸ τὸ ἐλάττωμα τῆς ὀργῆς καὶ τοῦ θυμοῦ, καὶ ἂς ἀκούει τί παραγγέλει τὸ σκεῦος τῆς ἐκλογῆς, ὁ ἀπ. Παῦλος: «Κάθε ἔχθρα καὶ ὀργὴ καὶ θυμὸς καὶ κραυγὴ καὶ βλασφημία, ἂς φύγει ἀπὸ σᾶς μαζὶ μὲ κάθε κακία» (Ἐφες. 4,31). Λέγοντας τὴ λέξη «κάθε», δὲ μᾶς ἄφησε καμία πρόφαση θυμοῦ οὔτε σὰν ἀναγκαία, οὔτε σὰν εὔλογη. Ἐκεῖνος λοιπὸν ποὺ θέλει νὰ διορθώσει τὸν ἀδελφό του ὅταν ἁμαρτάνει ἢ νὰ τοῦ βάλει ἐπιτίμιο, ἂς φροντίζει νὰ παραμένει ἀτάραχος, μήπως θέλοντας νὰ θεραπεύσει ἄλλον, ἀρρωστήσει ὁ ἴδιος καὶ ἀκούσει τὰ εὐαγγελικὰ λόγια: «Γιατρέ, θεράπευσε πρῶτα τὸν ἑαυτό σου» (Λουκ. 4, 23). Καὶ πάλι: «Γιατί βλέπεις τὸ ἄχυρο στὸ μάτι τοῦ ἀδελφοῦ σου καὶ δὲν παρατηρεῖς τὸ δοκάρι μέσα στὸ δικό σου μάτι;» (Ματθ. 7, 3). Γιατί ἂν ἀπὸ ὁποιαδήποτε αἰτία ἡ κίνηση τῆς ὀργῆς θερμανθεῖ πολύ, τυφλώνει τὰ μάτια τῆς ψυχῆς καὶ δὲν τὴν ἀφήνει νὰ δεῖ τὸν ἥλιο τῆς δικαιοσύνης. Ὅπως ἐκεῖνος ποὺ βάζει πάνω στὰ μάτια τοῦ χρυσὰ καλλύματα ἢ μολύβδινα, ἐμποδίζει ἐξίσου τὴν ὅραση καὶ καμιὰ διαφορὰ δὲν προκαλεῖ στὴ τύφλωση ἡ ἀξία τοῦ χρυσοῦ, ἔτσι ἀπὸ ὁποιαδήποτε αἰτία, εὔλογη δῆθεν ἢ παράλογη, καὶ ἂν ἀνάψει ἡ ὀργή, σκοτίζεται ἡ πνευματικὴ ὅραση.

Τότε μόνο χρησιμοποιοῦμε κατὰ φύση τὸ θυμό, ὅταν τὸν στρέφομε ἐναντίον τῶν ἐμπαθῶν καὶ φιλήδονων λογισμῶν. Ἔτσι διδάσκει καὶ ὁ προφήτης: «Νὰ ὀργίζεστε καὶ νὰ μὴν ἁμαρτάνετε». δηλαδὴ νὰ ὀργίζεστε κατὰ τῶν παθῶν σας καὶ τῶν πονηρῶν λογισμῶν, καὶ μὴν ἁμαρτάνετε ἐκτελώντας ὅσα αὐτοὶ σᾶς ὑπαγορεύουν. Κι αὐτὸ θέλει νὰ πεῖ καὶ ἡ συνέχεια: «Γιὰ ὅσα λέτε μέσα στὶς καρδιές σας, πάνω στὸ κρεβάτι σας νὰ κατανύγεστε» (Ψαλμ. 4, 5), δηλαδὴ ὅταν ἔρθουν στὴν καρδιά σας οἱ πονηροὶ λογισμοί, ἀφοῦ τοὺς διώξετε μὲ τὴν ὀργή, τότε εὑρισκόμενοι στὴν ἡσυχία τῆς ψυχῆς σὰν σὲ κάποιο κρεβάτι, μετανοεῖτε μὲ κατάνυξη. Συμφωνεῖ σ' αὐτὸ κι ὁ μακάριος Παῦλος, ποὺ ἀνέφερε αὐτὸν τὸν στίχο καὶ πρόσθεσε: «Ὁ ἥλιος νὰ μὴν βασιλεύει ἀφήνοντάς σας θυμωμένους, οὔτε νὰ δίνετε τόπο στὸ διάβολο» (Ἐφες. 4, 27), δηλ. μὴ διαθέτετε ἔτσι τὸν Κύριο Ἰησοῦ, τὸν Ἥλιο τῆς δικαιοσύνης, παροργίζοντάς Τον μὲ τὴ συγκατάθεσή σας στοὺς κακοὺς λογισμούς, ὥστε νὰ δύει στὶς καρδιές σας καὶ νὰ φεύγει, γιὰ νὰ μὴ βρίσκει τόπο ὁ διάβολος μὲ τὴν ἀναχώρηση τοῦ Χριστοῦ. Γι' αὐτὸν τὸν ἥλιο λέει καὶ ὁ Θεὸς διὰ μέσου τοῦ προφήτη: «Θ' ἀνατείλει ὁ ἥλιος τῆς δικαιοσύνης καὶ τὰ φτερά του θὰ φέρουν τὴν θεραπεία» (Μαλ. 4, 2). Ἂν πάλι ἐννοήσομε τὸ ρητὸ κατὰ γράμμα, οὔτε μέχρι τὴ δύση τοῦ ἡλίου δὲν μᾶς ἐπιτρέπεται νὰ διατηροῦμε τὴν ὀργή.

Τί λοιπὸν θὰ ποῦμε γι' αὐτά, ἐμεῖς ὅπου ἀπὸ ἀγριότητα καὶ μανία τῆς ἐμπαθοῦς ψυχικῆς καταστάσεώς μας, ὄχι μόνο μέχρι τὴν δύση τοῦ ἡλίου διατηροῦμε τὴν ὀργή, ἀλλὰ καὶ γιὰ πολλὲς μέρες τὴν κρατᾶμε; Καὶ δὲ μιλᾶμε ἐκφράζοντας τὴν ὀργὴ μὲ λόγια, ἀλλὰ μὲ τὴν σιωπὴ μεταξύ μας αὐξάνομε τὸ δηλητήριο τῆς μνησικακίας γιὰ ψυχικὴ καταστροφή μας. Καὶ δὲν γνωρίζομε ὅτι πρέπει ὄχι μόνο νὰ ἀπέχομε ἀπὸ τὴν ἐνεργητικὴ ὀργή, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν κατὰ διάνοια, γιὰ νὰ μὴ σκοτεινιάσει ὁ νοῦς μας ἀπὸ τὸ σκοτάδι τῆς μνησικακίας καὶ ξεπέσει ἀπὸ τὸ φῶς τῆς πνευματικῆς γνώσεως καὶ τῆς διακρίσεως, καὶ στερηθεῖ τὴν κατοίκηση μέσα του τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Γι' αὐτὸ καὶ ὁ Κύριος στὰ Εὐαγγέλια παραγγέλει νὰ ἀφήνομε τὸ δῶρο μας στὸ θυσιαστήριο καὶ νὰ μονιάζομε πρῶτα μὲ τὸν ἀδελφό μας (Ματθ. 5, 23), γιατί δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ γίνει εὐπρόσδεκτο, ἂν διατηροῦμε μέσα μας θυμὸ καὶ μνησικακία. Ἀλλὰ καὶ ὁ Ἀπόστολος τὸ ἴδιο μᾶς διδάσκει, λέγοντας: «Νὰ προσεύχεστε ἀδιάλειπτα» (Α΄ Θεσ. 5, 17), καὶ «σὲ κάθε τόπο νὰ ὑψώνετε σὲ προσευχὴ ὅσια χέρια, χωρὶς ὀργὴ καὶ λογισμοὺς ἀπιστίας» (Α΄ Τιμ. 2, 8). Δὲν μένει λοιπόν, παρὰ ἢ νὰ μὴν προσευχόμαστε ποτέ, ὁπότε εἴμαστε ὑπεύθυνοι στὴν ἀποστολικὴ παραγγελία, ἢ νὰ φροντίζομε νὰ τηροῦμε τὴ διαταγὴ καὶ νὰ προσευχόμαστε χωρὶς ὀργὴ καὶ μνησικακία. Καὶ ἐπειδὴ πολλὲς φορὲς ἂν λυπηθοῦν ἢ ταραχθοῦν οἱ ἀδελφοί, ἀδιαφοροῦμε λέγοντας ὅτι δὲν λυπήθηκαν ἐξαιτίας μας, ὁ Γιατρὸς τῶν ψυχῶν, θέλοντας νὰ ξεριζώσει τὶς προφάσεις, παραγγέλει νὰ ἀφήσομε τὸ δῶρο καὶ νὰ συνδιαλλαγοῦμε ὄχι μόνο ἂν εἴμαστε ἐμεῖς λυπημένοι κατὰ τοῦ ἀδελφοῦ μας, ἀλλὰ καὶ ἂν αὐτὸς εἶναι λυπημένος ἐναντίον μας δίκαια ἢ ἄδικα, νὰ τὸν θεραπεύομε δίνοντας ἐξηγήσεις, καὶ τότε νὰ προσφέρομε τὸ δῶρο μας. Ἀλλὰ γιατί νὰ διατρίβομε πολὺ στὰ εὐαγγελικὰ παραγγέλματα ἀφοῦ καὶ ἀπὸ τὸν παλαιὸ νόμο μποροῦμε νὰ μάθομε, ὁ ὁποῖος ἂν καὶ θεωρεῖται πιὸ συγκαταβατικός, λέει: «Μὴ νιώσεις μέσα σου μίσος γιὰ τὸν ἀδελφό σου» (Λευϊτ. 2, 8), καὶ ἀλλοῦ λέει: «Ὁ δρόμος τοῦ μνησίκακου ὁδηγεῖ στὸ θάνατο» (Παροιμ. 12, 28). Καὶ ἐδῶ ὄχι μόνον τὴν ἐνεργητικὴ μνησικακία τιμωρεῖ, ἀλλὰ καὶ τὴν κατὰ διάνοια.

Πρέπει λοιπὸν σύμφωνα μὲ τοὺς θείους νόμους, νὰ ἀγωνιζόμαστε μὲ ὅλη τὴ δύναμή μας ἐναντίον τοῦ πνεύματος τῆς ὀργῆς καὶ τῆς ἀρρώστιας ποὺ ἔχομε μέσα μας. καὶ ὄχι, ἐπειδὴ στρέφομε τὸ θυμὸ ἐναντίον τῶν ἀνθρώπων, νὰ ἐπιδιώκομε τὴν ἐρημία καὶ τὴν ἀπομόνωση, γιατί δῆθεν ἐκεῖ δὲν ὑπάρχουν ἀφορμὲς νὰ μᾶς παρακινοῦν στὴν ὀργή, καὶ στὴ μόνωση θὰ κατορθώσομε εὔκολα τὴν ἀρετὴ τῆς μακροθυμίας. Ἐπειδὴ εἴμαστε ὑπερήφανοι καὶ δὲν θέλομε νὰ κατηγοροῦμε τὸν ἑαυτό μας καὶ νὰ ἀποδίδομε στὴ δική μας ἀμέλεια τὶς ἀφορμὲς τῆς ταραχῆς, ἐπιθυμοῦμε νὰ χωριστοῦμε ἀπὸ τοὺς ἀδελφούς μας. Ἐνόσω λοιπὸν ἀποδίδομε στοὺς ἄλλους τὶς ἀφορμὲς τῆς ἀσθένειάς μας, εἶναι ἀδύνατο νὰ φτάσομε τὴν τελειότητα τῆς μακροθυμίας.

Τὸ κυριότερο λοιπὸν μέρος τῆς διορθώσεώς μας καὶ τῆς εἰρήνης μας δὲν κατορθώνεται ἀπὸ τὴ μακροθυμία τῶν ἄλλων ἀπέναντί μας ἀλλὰ ἀπὸ τὴ δική μας ἀνεξικακία πρὸς τοὺς ἄλλους. Ὅταν ὅμως, ἀποφεύγοντας τὸν ἀγώνα τῆς μακροθυμίας, ἐπιδιώκομε τὴν ἔρημο καὶ τὴν μόνωση, τότε, ὅσα πάθη φέρνομε ἀθεράπευτα ἐκεῖ, εἶναι κρυμμένα μέσα μας καὶ δὲν χάθηκαν. Ἐπειδὴ ἡ ἐρημία καὶ ἡ ἀναχώρηση σὲ ὅσους δὲν ἔχουν ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τὰ πάθη τους, ξέρει ὄχι μόνον νὰ τὰ διατηρεῖ, ἀλλὰ καὶ νὰ τὰ σκεπάζει. καὶ οὔτε ἐπιτρέπει νὰ αἰσθάνονται σὲ ποιὸ πάθος νικιοῦνται. Ἀπεναντίας ἡ ἔρημος ὑποβάλλει σ' αὐτοὺς νὰ φαντάζονται ὅτι ἀπόκτησαν ἀρετὴ καὶ τοὺς πείθει νὰ πιστεύουν ὅτι κατόρθωσαν τὴ μακροθυμία καὶ τὴν ταπείνωση, ὅσο δὲν εἶναι παρὼν κάποιος ποὺ νὰ τοὺς ἐρεθίζει καὶ νὰ τοὺς φέρνει σὲ δοκιμασία. Καὶ ὅταν τύχει ἀφορμὴ θυμοῦ ποὺ τοὺς προκαλεῖ καὶ τοὺς δοκιμάζει, ἀμέσως τὰ πάθη ποὺ βρίσκονται μέσα ἀποθηκευμένα καὶ λανθάνοντα, σὰν ἄλογα χωρὶς χαλινάρι ξεπηδοῦν ἀπὸ τὸν τόπο ποὺ ἡσύχαζαν, θρεμμένα ἀπὸ τὴν μακρὰ ἡσυχία καὶ ἀργία, καὶ μὲ μεγαλύτερη σφοδρότητα καὶ ἀγριότητα σύρουν στὸν ὄλεθρο τὸν ἄνθρωπο ποὺ κάθεται πάνω σ' αὐτά. Γιατί περισσότερο ἐξαγριώνονται τὰ πάθη ὅταν στεροῦνται τὴ δοκιμασία ποὺ προέρχεται ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους. Καὶ αὐτὴν ἀκόμη τὴν σκιὰ τῆς ὑπομονῆς καὶ μακροθυμίας, τὴν ὁποία φαινομενικὰ νομίζομε, ὅταν εἴμαστε μαζὶ μὲ τοὺς ἀδελφούς, ὅτι εἴχαμε, τὴ χάνομε ἀπὸ τὴν ἀμέλεια τῆς ἐκγυμνάσεως καὶ τῆς ἀπομονώσεως. Ὅπως τὰ φαρμακερὰ φίδια στὴν ἐρημιὰ ποὺ ἡσυχάζουν στὴ φωλιά τους, τότε δείχνουν τὴ μανία τους, ὅταν τὰ πλησιάσει κανείς, ἔτσι καὶ οἱ ἐμπαθεῖς ἄνθρωποι ποὺ ἡσυχάζουν ὄχι λόγω τῆς ἀρετῆς, ἀλλὰ ἀναγκαστικὰ ἐξαιτίας τῆς ἐρημιᾶς, τότε χύνουν τὸ δηλητήριό τους, ὅταν ἁρπάξουν κάποιον ποὺ τοὺς πλησιάζει καὶ τοὺς ἐρεθίζει. Καὶ γι' αὐτὸ πρέπει ἐκεῖνοι ποὺ ἐπιζητοῦν τὴν τελειότητα τῆς πραότητας, νὰ φροντίζουν ὅσο μποροῦν περισσότερο, ὄχι μόνο ἐναντίον τῶν ἀνθρώπων νὰ μὴν ὀργίζονται, ἀλλὰ οὔτε καὶ ἐναντίον τῶν ζώων, οὔτε κατὰ τῶν ἀψύχων. Γιατί θυμοῦμαι, ὅταν ἤμουν στὴν ἔρημο θύμωσα ἐναντίον καλαμιοῦ ποὺ δὲν μοῦ ἄρεσε τὸ πάχος ἢ ἡ λεπτότητά του. Ἐπίσης θύμωσα καὶ ἐναντίον ξύλου ποὺ δὲν μπόρεσα νὰ τὸ κόψω ἀμέσως. Ἐπίσης καὶ ἐναντίον πέτρας ἀπὸ ἐκεῖνες ποὺ βγάζουν φωτιά, ὅταν προσπάθησα νὰ βγάλω φωτιὰ καὶ δὲν ἔβγαλε γρήγορα. Ἔτσι εἶχε δυναμώσει ἡ ὀργή, ὥστε νὰ στρέφεται καὶ κατὰ τῶν ἀναισθήτων πραγμάτων.

Ἂν λοιπὸν ἐπιθυμοῦμε νὰ ἐπιτύχομε τὸ μακαρισμὸ τοῦ Κυρίου, ὄχι μόνον τὴν ἐνεργητικὴ ὀργή, ὅπως εἴπαμε, ἀλλὰ καὶ τὴν κατὰ διάνοια πρέπει νὰ ἐμποδίσομε. Γιατί δὲν ὠφελεῖ τόσο πολὺ νὰ συγκρατοῦμε τὸ στόμα μας στὸ καιρὸ τοῦ θυμοῦ νὰ μὴ λέει λόγια μανιασμένα, ὅσο νὰ καθαρίζομε τὴν καρδιά μας ἀπὸ τὴν μνησικακία καὶ νὰ μὴ στριφογυρίζομε μέσα στὸ μυαλὸ μας πονηροὺς λογισμοὺς ἐναντίον τοῦ ἀδελφοῦ. Γιατί ἡ εὐαγγελικὴ διδασκαλία παραγγέλει νὰ κόβομε τὶς ρίζες τῶν ἁμαρτημάτων, παρὰ τοὺς καρπούς. ἐπειδὴ ὅταν κοπεῖ ἡ ρίζα τοῦ θυμοῦ ἀπὸ τὴν καρδιά, οὔτε μίσος οὔτε φθόνος προχωρεῖ σὲ ἔργο. Ὅποιος μισεῖ τὸν ἀδελφό του, ἔχει ὀνομαστεῖ ἀνθρωποκτόνος (Α’ Ἰω. 3, 15), ποὺ φονεύει αὐτὸν μὲ τὴν διάθεση τοῦ μίσους κατὰ διάνοια· αὐτοῦ τὸ αἷμα δὲν τὸ βλέπουν οἱ ἄνθρωποι, ἀφοῦ δὲν χύθηκε μὲ χτύπημα ξίφους· ἀλλὰ ὅτι κατὰ διάνοια καὶ κατὰ διάθεση φονεύτηκε, τὸ βλέπει ὁ Θεός, ὁ Ὁποῖος ὄχι μόνο γιὰ τὶς πράξεις, ἀλλὰ καὶ γιὰ τοὺς λογισμοὺς καὶ τὶς προαιρέσεις ἀποδίδει στὸν καθένα στεφάνια ἢ τιμωρίες, καθὼς λέει ὁ Ἴδιος διὰ μέσου τοῦ προφήτη: «Ἰδού, ἔρχομαι γιὰ νὰ συγκεντρώσω τὰ ἔργα καὶ τὶς σκέψεις τους» (Σ. Σειρ. 35, 22). Καὶ πάλι, ὁ Ἀπόστολος λέει: «Ὅταν οἱ λογισμοὶ τοὺς κατηγοροῦν ἀναμεταξύ τους ἢ καὶ ἀπολογοῦνται, κατὰ τὴν ἡμέρα ποὺ ὁ Θεὸς θὰ κρίνει τὰ κρυφὰ ἔργα τῶν ἀνθρώπων» (Ρωμ. 2, 15). Αὐτὸς ὁ Ἴδιος ὁ Κύριος διδάσκει νὰ ἀποβάλλομε κάθε ὀργὴ καὶ λέει στὰ Εὐαγγέλια: «Ὅποιος ὀργίζεται κατὰ τοῦ ἀδελφοῦ του, θὰ εἶναι ἔνοχος στὸ δικαστήριο» (Ματθ. 5, 22). Τὰ ἀκριβῆ ἀντίγραφα (τοῦ Εὐαγγελίου) ἔτσι περιέχουν αὐτὸ τὸ χωρίο. Γιατί ἡ λέξη «εἰκῆ» δηλ. χωρὶς λόγο, εἶναι μεταγενέστερη προσθήκη. κι αὐτὸ εἶναι φανερὸ καὶ ἀπὸ τὸ πνεῦμα τῆς Γραφῆς. Ἐπειδὴ τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου εἶναι νὰ κόβομε μὲ κάθε τρόπο τὴ ρίζα καὶ τὸ σπινθήρα τῆς ὀργῆς καὶ νὰ μὴν κρατᾶμε καμιὰ πρόφαση ὀργῆς· μήπως θυμώνοντας στὴν ἀρχὴ εὔλογα τάχα, ὕστερα πέσομε στὴ μανία τοῦ παράλογου θυμοῦ.

Ἡ τέλεια θεραπεία τῆς ἀσθένειας τῆς ὀργῆς εἶναι αὐτή: νὰ πιστέψομε ὅτι οὔτε γιὰ δίκαιες οὔτε γιὰ ἄδικες ἀφορμὲς ἐπιτρέπεται ποτὲ νὰ θυμώνομε. Ἐπειδὴ ὅταν ἡ ὀργὴ σκοτίσει τὴ διάνοια, οὔτε διάκριση, οὔτε σωστὴ σκέψη, οὔτε δικαιοσύνη θὰ βρεθεῖ μέσα μας· οὔτε καὶ ναὸς τοῦ ἁγίου Πνεύματος μπορεῖ νὰ γίνει ἡ ψυχή μας, ἀλλὰ θὰ μᾶς κατακυριεύσει τὸ πνεῦμα τῆς ὀργῆς σκοτίζοντας τὴ διάνοιά μας. Τελευταῖο ἀπ' ὅλα, πρέπει νὰ ἔχομε ἐμπρὸς στὰ μάτια μας κάθε ἡμέρα, τὴν ἀβεβαιότητα τῆς ὥρας τοῦ θανάτου μας, κι ἔτσι νὰ φυλαγόμαστε ἀπὸ τὴν ὀργή. Καὶ ἂς γνωρίζομε ὅτι οὔτε ἡ σωφροσύνη, οὔτε ἡ ἀπάρνηση τοῦ ὑλικοῦ κόσμου, οὔτε οἱ νηστεῖες καὶ ἀγρυπνίες θὰ μᾶς ὠφελήσουν κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς κρίσεως, ἂν βρεθοῦμε ἔνοχοι ἐπειδὴ κατεχόμαστε ἀπὸ ὀργὴ καὶ μίσος.

5. Περὶ τῆς λύπης.
Πέμπτος εἶναι ὁ ἀγώνας ἐναντίον τοῦ πνεύματος τῆς λύπης, τὸ ὁποῖο σκοτίζει τὴν ψυχὴ ἀπὸ κάθε πνευματικὴ θεωρία καὶ τὴν ἐμποδίζει ἀπὸ κάθε ἀγαθὴ πράξη. Ἐπειδὴ ὅταν τὸ πονηρὸ αὐτὸ πνεῦμα ἁρπάξει τὴν ψυχὴ καὶ τὴν σκοτίσει ὁλόκληρη, δὲν τῆς ἐπιτρέπει νὰ προσεύχεται μὲ προθυμία· δὲν τὴν ἀφήνει νὰ ἐγκαρτερεῖ στὴν ὠφέλεια τῶν ἱερῶν ἀναγνωσμάτων· δὲν ἀνέχεται νὰ εἶναι ὁ ἄνθρωπος πράος καὶ νὰ κινεῖται εὔκολα σὲ κατάνυξη καὶ συμπάθεια πρὸς τοὺς ἀδελφούς· γιὰ ὅλες τὶς ἐργασίες καὶ ἐναντίον ἀκόμη τῆς ὑποσχέσεως τοῦ μοναχικοῦ βίου φέρνει μίσος. Καὶ γενικὰ ἡ λύπη, ἀφοῦ ἀνακατώσει ὅλες τὶς σωτήριες σκέψεις τῆς ψυχῆς καὶ παραλύσει τὴ δραστηριότητα καὶ τὴν καρτερία της, τὴ φέρνει σὲ σημεῖο νὰ εἶναι σὰν ἀνόητη καὶ ἠλίθια, δένοντάς την μὲ τὸν λογισμὸ τῆς ἀπελπισίας.

Γι' αὐτό, ἂν ἔχομε σκοπὸ νὰ ἀγωνιστοῦμε τὸν πνευματικὸ ἀγώνα καὶ νὰ νικήσομε, μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ, τὰ πονηρὰ πνεύματα, ὅσο μποροῦμε μὲ μεγαλύτερη προσοχὴ ἂς φυλάξομε τὴν καρδιά μας ἀπὸ τὸ πνεῦμα τῆς λύπης. Γιατί ὅπως ὁ σκόρος τρώει τὸ ροῦχο καὶ τὸ σκουλήκι τὸ ξύλο, ἔτσι ἡ λύπη κατατρώγει τὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου. Πείθει τὸν ἄνθρωπο νὰ ἀποφεύγει κάθε καλὴ πνευματικὴ συναναστροφὴ καὶ δὲν ἐπιτρέπει οὔτε ἀπὸ γνήσιους φίλους νὰ δέχεται συμβουλή, οὔτε καλὴ καὶ εἰρηνικὴ ἀπάντηση νὰ δίνει σ' αὐτούς, ἀλλὰ ἀφοῦ καταλάβει ὅλη τὴν ψυχή, τὴ γεμίζει μὲ δυσαρέσκεια, πλήξη καὶ μελαγχολία. Καὶ τότε τὴ βάζει νὰ ἀποφεύγει τοὺς ἀνθρώπους, γιατί γίνονται σ' αὐτὴν αἴτιοι ταραχῆς. Καὶ δὲν ἐπιτρέπει στὴν ψυχὴ νὰ ἐννοήσει, ὅτι ὄχι ἀπέξω ἀλλὰ μέσα της ἔχει τὴν ἀρρώστια, ἡ ὁποία τότε φανερώνεται, ὅταν ἔρθουν οἱ πειρασμοὶ καὶ μὲ τὴν δοκιμασία τὴν φέρουν στὴν ἐπιφάνεια. Γιατί ποτὲ δὲν μπορεῖ νὰ βλαφτεῖ ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ ἄλλον, ἂν δὲν ἔχει μέσα του ἀποθηκευμένες τὶς ἀφορμὲς τῶν παθῶν.

Καὶ γι' αὐτὸ ὁ Δημιουργὸς τῶν πάντων καὶ Γιατρὸς τῶν ψυχῶν, ὁ Θεός, ὁ μόνος ποὺ γνωρίζει ἀκριβῶς τὰ τραύματα τῆς ψυχῆς, δὲν παραγγέλει νὰ ἀποφεύγομε τὶς συναναστροφὲς τῶν ἀνθρώπων, ἀλλὰ νὰ κόβομε τὶς αἰτίες τῆς κακίας ποὺ εἶναι μέσα μας, καὶ νὰ γνωρίζομε ὅτι ἡ ὑγεία τῆς ψυχῆς δὲν κατορθώνεται μὲ τὸν χωρισμὸ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ μὲ τὴν διαμονὴ καὶ ἐξάσκηση μὲ τοὺς ἐνάρετους ἀνθρώπους. Ὅταν λοιπὸν γιὰ προφάσεις ποὺ τὶς νομίζομε δῆθεν εὔλογες, ἐγκαταλείπομε τοὺς ἀδελφούς, δὲν κόψαμε τὶς ἀφορμὲς τῆς λύπης ἀλλὰ μόνον κάναμε ἐναλλαγή τους, γιατί ἡ ἀρρώστια ποὺ ἔχομε μέσα μας τὶς ἀνακινεῖ πάλι ἐξαιτίας ἄλλων πραγμάτων. Γι' αὐτὸ ὅλος ὁ πόλεμος ἂς εἶναι ἐναντίον τῶν παθῶν ποὺ εἶναι μέσα μας, γιατί ἂν αὐτὰ μὲ τὴ χάρη καὶ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ, βγοῦν ἀπὸ τὴν καρδιά μας, ὄχι μόνο μὲ τοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ καὶ μὲ τὰ ἄγρια θηρία εὔκολα μποροῦμε νὰ ζήσομε, ὅπως λέει ὁ μακάριος Ἰώβ: «Τὰ ἄγρια θηρία θὰ γίνουν εἰρηνικὰ μαζί σου» (Ἰώβ 5, 23).

Πρῶτα πρῶτα λοιπὸν νὰ ἀγωνιστοῦμε ἐναντίον τοῦ πνεύματος τῆς λύπης, ποὺ φέρνει τὴν ψυχὴ στὴν ἀπελπισία, γιὰ νὰ τὸ ἐξορίσομε ἀπὸ τὴν καρδιά μας. Γιατί αὐτὸ τὸ πνεῦμα δὲν ἐπέτρεψε στὸν Κάιν νὰ μετανοήσει μετὰ τὴν ἀδελφοκτονία, οὔτε στὸν Ἰούδα μετὰ τὴν προδοσία τοῦ Κυρίου.

Μία μόνο λύπη νὰ ἔχομε, τὴν μετάνοια γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας ἑνωμένη μὲ τὴν ἀγαθὴ ἐλπίδα, γιὰ τὴν ὁποία ὁ Ἀπόστολος λέει: «Ἡ κατὰ Θεὸν λύπη προξενεῖ μετάνοια ποὺ ὁδηγεῖ σὲ ὁριστικὴ σωτηρία» (Β΄ Κορ. 7, 10). Κι αὐτό, γιατί ἡ κατὰ Θεὸν λύπη τρέφοντας τὴν ψυχὴ μὲ τὴν ἐλπίδα ποὺ ἀκολουθεῖ τὴν μετάνοια, εἶναι ἀνάμικτη μὲ χαρά. Γι' αὐτὸ καὶ πρόθυμο καὶ ὑπάκουο γιὰ κάθε καλὴ πράξη, εὐκολοπλησίαστο, ταπεινό, πράο, ἀνεξίκακο, ὑπομονετικὸ σὲ κάθε ἀγαθὸ κόπο καὶ κάθε συντριβὴ κάνει τὸν ἄνθρωπο ἡ λύπη αὐτή, ἀφοῦ εἶναι κατὰ Θεόν. Καὶ μὲ αὐτὸ λοιπὸν γίνονται οἱ καρποὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος φανεροὶ στὸν ἄνθρωπο, δηλαδὴ ἡ χαρά, ἡ ἀγάπη, ἡ εἰρήνη, ἡ μακροθυμία, ἡ ἀγαθότητα, ἡ πίστη, ἡ ἐγκράτεια (Γαλ. 5, 22). Ἀπὸ τὴν ἀντίθετη λύπη εἶναι φανεροὶ οἱ καρποὶ τοῦ πονηροῦ πνεύματος, οἱ ὁποῖοι εἶναι ἀκηδία, ἀνυπομονησία, θυμός, μίσος, ἀντιλογία, ἀπελπισία, ὀκνηρία στὴν προσευχή. Αὐτὴ τὴν λύπη πρέπει νὰ τὴν ἀποφεύγομε, ὅπως καὶ τὴν πορνεία, καὶ τὴ φιλαργυρία καὶ τὸ θυμὸ καὶ τὰ ὑπόλοιπα πάθη. Αὐτὴ ἡ λύπη θεραπεύεται μὲ τὴν προσευχὴ καὶ τὴν ἐλπίδα στὸν Θεὸ καὶ τὴν μελέτη τῶν θείων λόγων καὶ μὲ τὴν συναναστροφὴ μὲ εὐλαβεῖς ἀνθρώπους.

6. Περὶ τῆς Ἀκηδίας.
Ἕκτος εἶναι ὁ ἀγώνας μας ἐναντίον τῆς ἀκηδίας (ἀμέλεια, πλήξη) ποὺ ἑνώνεται καὶ βοηθεῖ τὸ πνεῦμα τῆς λύπης. Δεινὸς καὶ βαρὺς δαίμονας αὐτός, πολεμᾶ πάντοτε τοὺς μοναχούς. Αὐτὸς ἐπιτίθεται ἐναντίον τοῦ μοναχοῦ κατὰ τὸ μεσημέρι προκαλώντας του ἀτονία καὶ φόβο καὶ μίσος ἐναντίον τοῦ τόπου ὅπου ἀσκεῖται καὶ ἐναντίον τῶν ἀδελφῶν ποὺ εἶναι μαζί του καὶ ἐναντίον κάθε ἐργασίας, ἀκόμη καὶ τῆς ἀναγνώσεως τῶν θείων Γραφῶν. Τοῦ ὑποβάλλει ἀκόμη καὶ λογισμοὺς μεταβάσεως σὲ ἄλλο τόπο, καὶ ὅτι ἂν δὲν πάει ἀλλοῦ, μάταια κοπιάζει ἐδῶ καὶ χάνει τὸν καιρό του.

Ἐπίσης τοῦ φέρνει κατὰ τὸ μεσημέρι καὶ πείνα τόση, ὅση δὲν θὰ προξενοῦσε σ' αὐτὸν τριήμερη νηστεία ἢ μακρὰ ὁδοιπορία ἢ βαρύτατος κόπος. Ἔπειτα τοῦ ὑποβάλλει λογισμοὺς ὅτι μὲ κανένα ἄλλο τρόπο δὲν μπορεῖ νὰ ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τὴν ἀσθένεια αὐτὴ καὶ τὸ βάρος της, παρὰ μὲ τὸ νὰ βγαίνει ἔξω συνεχῶς καὶ νὰ ἐπισκέπτεται τοὺς ἀδελφούς, τάχα γιὰ ὠφέλεια ἢ ἐπίσκεψη τῶν ἀσθενῶν. Κι ὅταν δὲν μπορέσει νὰ τὸν ἐξαπατήσει μὲ αὐτά, τότε ἀφοῦ τοῦ φέρνει πολὺ βαρὺ ὕπνο, ἐπιτίθεται ἐναντίον του σφοδρότερος καὶ δυνατότερος, καὶ δὲν μπορεῖ διαφορετικὰ νὰ νικηθεῖ, παρὰ μὲ τὴν προσευχὴ καὶ τὴν ἀποχὴ ἀπὸ τὴν ἀργολογία καὶ μὲ τὴν μελέτη τῶν θείων λόγων καὶ τὴν ὑπομονὴ στοὺς πειρασμούς. Γιατί ἂν δὲν τὸν βρεῖ ἀσφαλισμένο μὲ αὐτὰ τὰ ὅπλα, τότε ἀφοῦ τὸν κατατρυπήσει μὲ τὰ βέλη του, τὸν κάνει ἄστατο, ὀνειροπόλο, ράθυμο, ἄεργο καὶ τὸν ὁδηγεῖ νὰ ἐπισκέπτεται πολλὰ μοναστήρια καὶ νὰ μὴν φροντίζει γιὰ τίποτε ἄλλο, παρὰ ποῦ γίνονται τραπέζια καὶ συμπόσια. Γιατί ἡ διάνοια αὐτοῦ ποὺ ἔπεσε σὲ ἀκηδία τίποτε ἄλλο δὲν φαντάζεται παρὰ τὶς μάταιες σκέψεις ὅσων ἀναφέραμε. Ἀπὸ αὐτὰ τὸν δεσμεύει καὶ σὲ κοσμικὰ πράγματα καὶ τὸν δελεάζει λίγο-λίγο σὲ ἐπιβλαβεῖς ἀσχολίες, μέχρις ὅτου καὶ ἀπὸ αὐτὴ τὴ μοναχικὴ ζωὴ τὸν διώξει.

Ὁ Ἀπόστολος, γνωρίζοντας πόσο βαριὰ εἶναι αὐτὴ ἡ ἀρρώστια καὶ ἐπειδὴ ἤθελε ὡς σοφὸς γιατρὸς νὰ τὴ βγάλει μαζὶ μὲ τὴ ρίζα ἀπὸ τὶς ψυχές μας, μᾶς φανερώνει τὶς αἰτίες ἀπὸ τὶς ὁποῖες γεννιέται καὶ λέει: «Σᾶς παραγγέλομε ἀδελφοί, στὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, νὰ ἀποχωρίζεστε ἀπὸ κάθε ἀδελφὸ ποὺ συμπεριφέρεται ἄτακτα καὶ ὄχι σύμφωνα μὲ τὴν παράδοση ποὺ παραλάβατε ἀπὸ ἐμᾶς. Γνωρίζετε πῶς πρέπει νὰ μᾶς μιμεῖστε, ἐπειδὴ δὲ ζήσαμε ὡς ἄτακτοι ἀνάμεσά σας, οὔτε πήραμε ἀπὸ κανέναν τὸ φαγητὸ μας δωρεάν, ἀλλὰ ἐργαζόμαστε ἡμέρα καὶ νύχτα μὲ κόπο καὶ μόχθο γιὰ νὰ μὴν ἐπιβαρύνομε κανένα σας. ὄχι γιατί δὲν εἴχαμε τέτοιο δικαίωμα, ἀλλὰ γιὰ νὰ σᾶς δώσομε παράδειγμα νὰ μᾶς μιμεῖστε. Καὶ ὅταν εἴμαστε κοντά σας, αὐτὴ τὴν ἐντολὴ σᾶς δίναμε, ὅτι ὅποιος δὲν θέλει νὰ ἐργάζεται, οὔτε νὰ τρώει. Γιατί μαθαίνομε ὅτι μερικοὶ ἀπὸ σᾶς δὲν ἐργάζονται, ἀλλὰ περιεργάζονται ξένες ὑποθέσεις. Σ' αὐτοὺς παραγγέλομε, στ' ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, νὰ ἐργάζονται ἥσυχα γιὰ νὰ κερδίζουν τὸ ψωμὶ τους»(Β΄ Θεσ. 3, 6-12).

Ἂς ἀκούσομε πόσο καθαρὰ φανερώνει τὶς αἰτίες τῆς ἀκηδίας ὁ Ἀπόστολος. Ἐκείνους ποὺ δὲν ἐργάζονται τοὺς ὀνομάζει ἄτακτους, φανερώνοντας μὲ μία λέξη πολλὴ κακία. Γιατί ὁ ἄτακτος, εἶναι καὶ ἀνευλαβὴς καὶ αὐθάδης στὰ λόγια καὶ πρόχειρος σὲ κατηγορίες καὶ γι' αὐτὸ εἶναι ἀκατάλληλος γιὰ τὴν ἡσυχία καὶ δοῦλος τῆς ἀκηδίας. Παραγγέλει λοιπὸν νὰ ἀποχωριζόμαστε ἀπὸ αὐτοὺς σὰν νὰ ἔχουν κολλητικὴ ἀρρώστια. Μὲ τὴ φράση «καὶ ὄχι σύμφωνα μὲ τὴν παράδοση ποὺ παραλάβατε ἀπὸ ἐμᾶς», φανερώνει ὅτι αὐτοὶ εἶναι ὑπερήφανοι καὶ καταφρονητὲς καὶ ἀκυρώνουν τὶς ἀποστολικὲς παραδόσεις. Κατόπιν λέει: «Δὲν πήραμε τὸ φαγητὸ μας δωρεὰν ἀπὸ κανένα, ἀλλὰ ἐργαζόμαστε νύχτα καὶ ἡμέρα μὲ κόπο καὶ μόχθο». Ὁ δάσκαλος τῶν ἐθνῶν, ὁ κήρυκας τοῦ Εὐαγγελίου, ποὺ ἀνέβηκε μέχρι τὸν τρίτο οὐρανό, αὐτὸς ποὺ λέει ὅτι ὁ Κύριος διέταξε τοὺς κήρυκες τοῦ Εὐαγγελίου νὰ συντηροῦνται ἀπό τοὺς ἀκροατὲς τοῦ κηρύγματος(Α΄ Κορ. 9, 14), αὐτὸς ἐργάζεται ὁ ἴδιος νύχτα καὶ ἡμέρα μὲ κόπο καὶ μόχθο γιὰ νὰ μὴν ἐπιβαρύνομε κανένα. Τί λοιπὸν θὰ κάνομε ἐμεῖς, ποὺ εἴμαστε στὴν ἐργασία ὀκνηροὶ καὶ ἐπιδιώκομε τὴν σωματικὴ ἀνάπαυση, ἐμεῖς ποὺ οὔτε κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου μᾶς ἔχει ἀνατεθεῖ, οὔτε ἡ μέριμνα γιὰ τὶς Ἐκκλησίες, ἀλλὰ μόνο ἡ φροντίδα γιὰ τὴν ψυχή μας; Κατόπιν γιὰ νὰ δείξει πιὸ καθαρὰ τὴν βλάβη ποὺ φέρνει ἡ ἀργία, καταλήγει: «Δὲν ἐργάζονται καθόλου ἀλλὰ περιεργάζονται». Γιατί ἀπὸ τὴν ἀργία γεννιέται ἡ περιέργεια, ἀπὸ τὴν περιέργεια ἡ ἀταξία καὶ ἀπὸ τὴν ἀταξία κάθε κακία. Γιὰ τὴν θεραπεία ὅλων αὐτῶν, συμπληρώνει: «Νὰ ἐργάζονται ἥσυχα γιὰ νὰ κερδίζουν ἀπὸ τὸ ψωμί τους». Καὶ γιὰ νὰ τοὺς ἐπιπλήξει περισσότερο, λέει: «Ὅποιος δὲν θέλει νὰ ἐργάζεται, οὔτε νὰ τρώει».

Αὐτὲς τὶς ἀποστολικὲς διαταγὲς ἔχοντας ὑπόψη οἱ ἅγιοι πατέρες τῆς Αἰγύπτου, δὲν ἀφήνουν ποτὲ νὰ μένουν ἀργοὶ οἱ μοναχοὶ καὶ μάλιστα οἱ νεώτεροι, ἐπειδὴ γνωρίζουν ὅτι μὲ τὴν ὑπομονή τῆς ἐργασίας καὶ τὴν ἀκηδία διώχνουν, καὶ τὴν τροφὴ τους προμηθεύονται, καὶ βοηθοῦν ὅσους ἔχουν ἀνάγκη. Γιατί δὲν ἐργάζονται μόνο γιὰ τὶς δικές τους ἀνάγκες, ἀλλὰ καὶ σὲ ξένους καὶ φτωχοὺς καὶ φυλακισμένους δίνουν ἀπὸ τὴν ἐργασία τους, πιστεύοντας ὅτι ἡ ἀγαθοεργία αὐτὴ εἶναι θυσία ἁγία καὶ εὐπρόσδεκτη στὸ Θεό. Καὶ λένε ἐπίσης οἱ πατέρες, ὅτι ὁ ἐργαζόμενος πολεμᾶ μὲ ἕνα δαίμονα πολλὲς φορὲς καὶ στενοχωρεῖται ἀπὸ αὐτόν, ἐνῶ ὁ ἀργὸς αἰχμαλωτίζεται ἀπὸ χιλιάδες πονηρὰ πνεύματα.

Καλὸ εἶναι ἀκόμα νὰ θυμηθοῦμε καὶ τὸ λόγο πού μοῦ εἶπε ὁ ἀββὰς Μωυσῆς, ποὺ ἦταν πολὺ ἄξιος μεταξὺ τῶν πατέρων. Ἀφοῦ εἶχα καθήσει λίγο καιρὸ στὴν ἔρημο, μὲ πείραξε ὁ δαίμονας τῆς ἀκηδίας. Τὸν ἐπισκέφθηκα τότε καὶ τοῦ εἶπα: «Χθὲς ἐνοχλήθηκα πάρα πολὺ ἀπὸ τὴν ἀκηδία καὶ ἐξασθένησα ὑπερβολικά. καὶ δὲ γλύτωσα ἀπὸ αὐτή, παρὰ ὅταν σηκώθηκα καὶ ἐπισκέφτηκα τὸν ἀββά Παῦλο». Σ' αὐτά μοῦ ἀποκρίθηκε ὁ ἀββὰς Μωυσῆς: «Ἔχε θάρρος. δὲν ἐλευθερώθηκες ἀπὸ τὴν ἀκηδία, ἀλλὰ μᾶλλον παραδόθηκες καὶ ὑποδουλώθηκες σ' αὐτή. Νὰ γνωρίζεις λοιπὸν ὅτι τώρα θὰ σὲ πολεμήσει περισσότερο ὡς λιποτάκτη, ἂν στὸ ἑξῆς δὲν φροντίσεις μὲ τὴν ὑπομονὴ καὶ τὴν προσευχὴ καὶ τὴν ἐργασία τῶν χεριῶν σου νὰ παλαίψεις ἐναντίον της καὶ νὰ τὴ νικήσεις».

7. Περὶ τῆς κενοδοξίας.
Ἕβδομος εἶναι ὁ ἀγώνας κατὰ τῆς κενοδοξίας. Αὐτὸ τὸ πάθος εἶναι πολύμορφο καὶ πολὺ λεπτὸ καὶ δὲν τὸ ἐννοεῖ γρήγορα οὔτε ἐκεῖνος ποὺ πειράζεται ἀπὸ αὐτό. Ἐπειδὴ οἱ προσβολὲς τῶν ἄλλων παθῶν εἶναι πιὸ φανερὲς καὶ εὐκολότερα καταπολεμοῦνται, καθὼς ἡ ψυχὴ ἀναγνωρίζει τὸν ἐχθρὸ καὶ μὲ τὴν ἀντίρρηση στὶς προσβολές του καὶ τὴν προσευχή, ἀμέσως τὸν ἀνατρέπει. Ἡ κενοδοξία ὅμως, μὲ τὸ νὰ εἶναι πολύμορφη ὅπως εἴπαμε, δύσκολα νικιέται. Γιατί φανερώνεται σὲ κάθε πράξη καὶ σὲ φωνὴ καὶ σὲ λόγο καὶ σὲ σιωπὴ καὶ σὲ ἔργο καὶ σὲ ἀγρυπνία καὶ σὲ νηστεία καὶ σὲ προσευχὴ καὶ σὲ πνευματικὲς ἀναγνώσεις καὶ σὲ ἡσυχία καὶ σὲ μακροθυμία. Μὲ ὅλα αὐτὰ προσπαθεῖ νὰ προσβάλλει τὸ στρατιώτη τοῦ Χριστοῦ.

Ὅποιον δὲν μπόρεσε νὰ ἀπατήσει στὴν κενοδοξία μὲ τὴν πολυτέλεια τῶν ρούχων, δοκιμάζει νὰ τὸν πειράξει μὲ τὸ φτωχικὸ ροῦχο. Ὅποιον δὲν μπόρεσε νὰ πολεμήσει μὲ τὴν τιμή, τὸν πολεμᾶ μὲ τὸ νὰ νομίζει ὅτι ὑπομένει τὴν ἀτιμία. Καὶ ὅποιον δὲ μπόρεσε νὰ καταφέρει στὴν κενοδοξία μὲ τὴ γνώση τῶν λόγων, τὸν δελεάζει μὲ τὴν σιωπή, νὰ κενοδοξεῖ δῆθεν ὡς ἥσυχος. Καὶ ὅποιον δὲ μπόρεσε νὰ φέρει σὲ χαλαρότητα μὲ τὴν πολυτέλεια τῶν τροφῶν, τὸν κάνει νὰ ἐπιζητεῖ τὸν ἔπαινο μὲ τὴ νηστεία. Καὶ γενικὰ κάθε ἔργο, κάθε ἀπασχόληση δίνει ἀφορμὴ στὸν πονηρὸ αὐτὸ δαίμονα.

Ἀκόμη αὐτὸς ὑποβάλλει ἐπιθυμία γιὰ τὸ ἀξίωμα τῆς ἱερωσύνης. Θυμᾶμαι κάποιον γέροντα, ὅταν ἤμουν στὴ σκήτη, ποὺ πῆγε στὸ κελὶ ἑνὸς ἀδελφοῦ γιὰ ἐπίσκεψη, καὶ ἀφοῦ πλησίασε τὴν πόρτα, τὸν ἄκουσε νὰ μιλάει ἀπὸ μέσα. Ὁ γέροντας νόμισε ὅτι μελετᾶ κάτι ἀπὸ τὴν Γραφὴ καὶ στάθηκε γιὰ νὰ ἀκούσει. Κατάλαβε τότε ὅτι ὁ ἀδελφὸς εἶχε βγεῖ ἀπὸ τὰ λογικά του ἀπὸ τὴν κενοδοξία καὶ χειροτονοῦσε τὸν ἑαυτὸ του διάκονο καὶ ἔκανε ἀπόλυση τῶν κατηχουμένων. Ὅταν λοιπὸν ὁ γέροντας τὰ ἄκουσε αὐτά, ἔσπρωξε τὴν πόρτα καὶ μπῆκε. Ὁ ἀδελφὸς ἀφοῦ τὸν ὑποδέχτηκε, τὸν προσκύνησε κατὰ τὴν συνήθεια καὶ τὸν ἐρώτησε νὰ μάθει ἂν στεκόταν πολλὴ ὥρα ἐμπρὸς στὴν πόρτα. Ὁ γέροντας μὲ χαριτωμένο τρόπο τοῦ εἶπε: «Τώρα ἦρθα, ὅταν ἔκανες τὴν ἀπόλυση τῶν κατηχουμένων». Ὁ ἀδελφὸς μόλις τὸ ἄκουσε, ἔπεσε στὰ πόδια τοῦ γέροντα καὶ τὸν παρακαλοῦσε νὰ προσευχηθεῖ γι' αὐτόν, γιὰ νὰ ἐλευθερωθεῖ ἀπὸ αὐτὴ τὴν πλάνη. Αὐτὸ τὸ θυμήθηκα γιὰ νὰ δείξω σὲ πόση ἀναισθησία φέρνει τὸν ἄνθρωπο αὐτὸς ὁ δαίμονας.

Ἐκεῖνος λοιπὸν ποὺ θέλει νὰ πολεμήσει τέλεια καὶ νὰ στεφανωθεῖ μὲ τὸ στεφάνι τῆς δικαιοσύνης, πρέπει μὲ κάθε τρόπο νὰ φροντίσει νὰ νικήσει τὸ πολύμορφο αὐτὸ θηρίο, ἔχοντας πάντοτε μπροστὰ στὰ μάτια του τὸ ρητό του Δαβίδ: «Ὁ Κύριος διασκόρπισε τὰ κόκκαλα τῶν ἀνθρωπαρέσκων» (Ψαλμ. 52, 6). Καὶ νὰ μὴν κάνει τίποτε ἐπιδιώκοντας τὸν ἀνθρώπινο ἔπαινο, ἀλλὰ νὰ ἐπιζητεῖ τὴν ἀμοιβὴ μόνο ἀπὸ τὸν Θεό. Καὶ ἀποβάλλοντας πάντοτε τοὺς λογισμοὺς ποὺ ἔρχονται στὴν καρδιά του καὶ τὸν ἐπαινοῦν, νὰ ἐξουθενώνει τὸν ἑαυτὸ του ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι θὰ μπορέσει μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ νὰ ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τὸ πνεῦμα τῆς κενοδοξίας.

8. Περὶ τῆς Ὑπερηφανείας.
Ὄγδοος εἶναι ὁ ἀγώνας κατὰ τῆς ὑπερηφάνειας. Φοβερότατος αὐτὸς ὁ ἀγώνας καὶ ἀπὸ ὅλους τοὺς προηγούμενους ἀγριότερος. Αὐτὸς πολεμᾶ προπάντων τοὺς τελείους καὶ προσπαθεῖ νὰ καταστρέφει ἐκείνους ποὺ ἀνέβηκαν σχεδὸν στὴν κορυφὴ τῶν ἀρετῶν. Καὶ ὅπως μία κολλητικὴ καὶ θανατηφόρα ἀρρώστια δὲν καταστρέφει ἕνα μέλος τοῦ σώματος, ἀλλὰ ὁλόκληρο τὸ σῶμα, ἔτσι καὶ ἡ ὑπερηφάνεια ὄχι μόνον ἕνα μέρος τῆς ψυχῆς, ἀλλὰ ὁλόκληρη τὴν καταστρέφει. Καὶ τὸ καθένα ἀπὸ τὰ ἄλλα πάθη, ἂν καὶ ταράζει τὴν ψυχή, ἀλλὰ μὲ τὸ νὰ πολεμᾶ μία μόνο ἀρετή, ἐκείνη ποὺ εἶναι ἀντίθετή του, καὶ νὰ προσπαθεῖ αὐτὴ νὰ νικήσει, σκοτίζει καὶ ταράζει τὴν ψυχὴ ἐν μέρει. Ἐνῶ τὸ πάθος τῆς ὑπερηφάνειας σκοτίζει ὁλόκληρη τὴν ψυχὴ καὶ τὴν ρίχνει σὲ τέλεια πτώση.

Γιὰ νὰ ἐννοήσουμε καλύτερα τὰ λεγόμενα, ἂς σκεφτοῦμε ὡς ἑξῆς: Ἡ γαστριμαργία προσπαθεῖ νὰ διαφθείρει τὴν ἐγκράτεια· ἡ πορνεία, τὴ σωφροσύνη· ἡ φιλαργυρία τὴν ἀκτημοσύνη· ὁ θυμός, τὴν πραότητα· καὶ ὅλα τὰ λοιπὰ εἴδη τῆς κακίας, τὶς ἀντίθετες ἀρετές. Ἡ ὑπερηφάνεια ὅμως, ὅταν κυριεύσει τὴν ἄθλια ψυχή, σὰν φοβερότατος τύρρανος ποὺ κατέλαβε μία μεγάλη καὶ δοξασμένη πόλη, τὴν καταστρέφει ὁλόκληρη καὶ τὴν κατεδαφίζει ἀπὸ τὰ θεμέλια. Μάρτυρας γι’ αὐτὸ εἶναι ὁ ἄγγελος ἐκεῖνος ποὺ ἔπεσε ἀπὸ τὸν οὐρανὸ ἐξαιτίας τῆς ὑπερηφάνειάς του, ὁ ὁποῖος ἂν καὶ δημιουργήθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ στολίστηκε ἀπὸ Αὐτὸν μὲ κάθε ἀρετὴ καὶ σοφία, δὲν θέλησε νὰ τὰ ἀποδίδει ὅλα αὐτὰ στὸν Κύριο, ἀλλὰ στὴ δική του φύση. Καὶ ἔτσι νόμιζε ὅτι εἶναι ἴσος μὲ τὸν Θεό.

Ἐλέγχοντας αὐτὴν τὴν σκέψη του, ὁ προφήτης ἔλεγε: «Σὺ εἶπες μὲ τὸ νοῦ σου. θὰ καθήσω πάνω σὲ ψηλὸ βουνό, θὰ στήσω τὸ θρόνο μου πάνω στὰ σύννεφα, θὰ γίνω ὅμοιος μὲ τὸν Ὕψιστο. Καὶ ὅμως ἐσὺ εἶσαι ἄνθρωπος καὶ ὄχι θεὸς» (Ἠσ. 14, 13). Καὶ πάλι ἄλλος προφήτης λέει: «Γιατί καυχιέται μέσα στὴν κακία του ὁ δυνατός;» (Ψαλμ. 51, 1) Γνωρίζοντας αὐτά, ἂς φοβηθοῦμε καὶ μὲ κάθε προσοχὴ ἂς φυλάξομε τὴν καρδιά μας ἀπὸ τὸ θανατηφόρο πνεῦμα τῆς ὑπερηφάνειας, λέγοντας πάντοτε στὸν ἑαυτό μας, ὅταν κατορθώσομε κάποια ἀρετή, τὸν λόγο τοῦ Ἀποστόλου: «Ὄχι ἐγώ, ἀλλὰ ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ ποὺ εἶναι μαζί μου» (Α΄ Κορ. 15, 10), καὶ τὸν λόγο τοῦ Κυρίου: «Ὅτι χωρὶς τὴ βοήθειά Μου, δὲν μπορεῖτε νὰ κάνετε τίποτε» (Ἰω. 15,5). Ἐπίσης, τὸ λόγο τοῦ προφήτη: «Ἂν ἕνα σπίτι δὲν τὸ οἰκοδομήσει ὁ Κύριος, μάταια κουράστηκαν οἱ οἰκοδόμοι (Ψαλμ. 126, 1), καὶ τό: «Δὲν ἐξαρτᾶται ἀπὸ ἐκεῖνον ποὺ θέλει, οὔτε ἀπὸ ἐκεῖνον ποὺ τρέχει, ἀλλὰ ἀπὸ τὸ Θεὸ ποὺ θὰ δείξει ἔλεος» (Ρωμ 9, 16). Ἐπειδὴ καὶ ἂν ἀκόμη ἔχει κανεὶς ὁλόθερμη προθυμία καὶ ἀποφασισμένη προαίρεση, ἐφόσον εἶναι δεμένος μὲ σάρκα καὶ αἷμα, δὲν μπορεῖ νὰ φτάσει τὴν τελειότητα, παρὰ μόνο μὲ τὴν χάρη καὶ τὸ ἔλεος τοῦ Χριστοῦ. Καὶ ὁ Ἰάκωβος λέει: «Κάθε ὠφέλιμη δωρεὰ προέρχεται ἀπὸ ψηλὰ» (Ἰακ. 1, 17). Καὶ ὁ ἀπ. Παῦλος: «Τί ἔχεις ποὺ δὲν τὸ πῆρες ἀπὸ τὸ Θεό; Κι ἂν ἔχεις πάρει, γιατί καυχιέσαι σὰν νὰ μὴν πῆρες (Α΄ Κορ.4, 7), ἀλλὰ ὑπερηφανεύεσαι σὰν νὰ εἶναι δικά σου;» Ὅτι μὲ τὴ χάρη καὶ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ ἔρχεται ἡ σωτηρία, εἶναι μάρτυρας ἀληθινὸς ἐκεῖνος ὁ ληστής, ὁ ὁποῖος κέρδισε τὴ βασιλεία τῶν Οὐρανῶν ὄχι ὡς ἀνταμοιβὴ τῆς ἀρετῆς του, ἀλλὰ μὲ τὴ χάρη καὶ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ (Λουκ. 23, 43).

Γνωρίζοντας αὐτὰ οἱ Πατέρες μας ὅλοι, μὲ μία γνώμη, μᾶς παρέδωσαν ὅτι δὲν μποροῦμε διαφορετικὰ νὰ φτάσομε στὴν τελειότητα τῆς ἀρετῆς, παρὰ μόνο μὲ τὴν ταπείνωση, ἡ ὁποία ἔρχεται στὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὴν πίστη καὶ τὸ φόβο τοῦ Θεοῦ, ἀπὸ τὴν πραότητα καὶ τὴν τέλεια ἀκτημοσύνη. Μὲ τὶς ἀρετὲς αὐτὲς κατορθώνεται καὶ ἡ τέλεια ἀγάπη, μὲ τὴν χάρη καὶ τὴν φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Σ' Αὐτὸν ἀνήκει ἡ δόξα στοὺς αἰῶνες. Ἀμήν.

Πηγές.
1. https://www.agiazoni.gr/article.php?id=34418493194284559311
2. https://www.agiazoni.gr/article.php?id=09461424719683269230
3. https://www.agiazoni.gr/article.php?id=37510533989576179440
4. https://www.agiazoni.gr/article.php?id=55707945099940462708
5. https://www.agiazoni.gr/article.php?id=09309352974550998818
6. https://www.agiazoni.gr/article.php?id=48336781822522219803
7. https://www.agiazoni.gr/article.php?id=33167480179799968443
8. https://www.agiazoni.gr/article.php?id=34917628322642535734

Δεν υπάρχουν σχόλια: