PAGES

ΘΕΟΣ ΕΝ ΑΠΛΟΤΗΤΙ ΕΜΦΑΝΙΖΕΤΑΙ

ΘΕΟΣ ΕΝ ΑΠΛΟΤΗΤΙ
ΘΕΟΣ ΕΝ ΑΠΛΟΤΗΤΙ ΕΜΦΑΝΙΖΕΤΑΙ !
Διήγησις ὡραιοτάτη καὶ λίαν ὠφελιμωτάτη. Περί τινος ἁπλοῦ ἀνθρώπου.
«Ἐπί τινα ἐπιβλέψω; ἢ μὴ ἐπὶ τὸν πρᾶον καὶ ἡσύχιον καὶ τρέμοντά μου τοὺς Λόγους.» 
Εἶπεν εἷς Ἀββᾶς· ὅτι εὑρισκόμενος ἕνα καιρὸν εἰς τὴν ἔρημον τῆς Θηβαΐδος, διὰ νὰ ὠφεληθῶ παρὰ μικρὸν ἀπὸ τοὺς Ὁσίους καὶ θαυμαστοὺς ἄνδρας ὅπου ἐκατοικοῦσαν εἰς αὐτήν, καὶ εἶχον μεγάλην
φροντίδα καὶ ἐπιμέλειαν εἰς τὸ νὰ ἀκούσω ταῖς σωτηριώδεις καὶ ψυχωφελεῖς διδαχαῖς, καὶ Πνευματικοὺς λόγους, ἐκείνων τῶν ὄντως οὐρανίων ἀνθρώπων, διὰ νὰ τὰς ἐνθυμοῦμαι πάντοτε, καὶ νὰ καρποφοροῦμαι ἀπ’ αὐτοὺς. Ἀνάμεσα δὲ εἰς τοὺς ἄλλους ὅπου ἐδιηγοῦνταν εἰς κοινὴν ὠφέλειαν τῶν ἀκουόντων, ἦτο ἕνας ἀββᾶς γηραλέος, καὶ εἰς τὴν μοναδικὴν πολιτείαν ἐξακουστός, καὶ ἤκουσα παρ’ αὐτοῦ τὴν κάτωθεν ἱστορίαν.

Ἔλεγεν λοιπὸν οὗτος· ἀπὸ ἐκεῖνα τὰ μέρη ἔτυχε νὰ περάσῃ ἕνας ἐρημίτης, εἰς τὴν ἀρετὴν περιβόητος, καὶ πολλοὶ ἔτρεχον εἰς αὐτὸν χάριν ὠφελείας, καὶ μάλιστα νὰ ἐξομολογηθοῦν τὰς ἁμαρτίας αὐτῶν. Ἀνάμεσα δὲ εἰς τοὺς ἄλλους, ὅπου ἐπήγαιναν εἰς τὸν Ὅσιον ἐκεῖνον, ἔτυχε καὶ ἕνας ἁπλοῦς κατὰ πολλά, καὶ ἄκακος ἄνθρωπος. Τὸ ἐπιτήδευμα δὲ αὐτοῦ ἦτο βοσκός, ὅστις παιδιόθεν εἶχεν ἀνατραφῇ καὶ αὐξήσῃ εἰς τὴν ἔρημον, μὴ ἠξεύροντας ἄλλο, παρὰ νὰ ποιμαίνῃ τὰ πρόβατα.

Τοῦτον ἄρχισε νὰ ἐξετάζῃ ὁ ὅσιος πνευματικά, ἐρευνῶν τὰ βάθη τῆς καρδίας του, διὰ νὰ ἰδῇ ἂν εἶχε κανένα πταίσιμον διὰ νὰ τὸ διορθώσῃ. Ἀφοῦ λοιπὸν τὸν ἐξέταζε κατὰ τὴν τάξιν ἕνα παρ’ ἕνα ὅλα τὰ θανάσιμα ἁμαρτήματα, ὡς συγγνωστά, καὶ ἴδε καὶ ἐγνώρισε πῶς ἐκεῖνος ὁ ἄνθρωπος, ὅτι ὄχι μόνον ἦτον ἀμέτοχος ἀπὸ ὅλα, ἀλλ’ οὔτε κἂν δὲν ἤξευρε τί θέλει νὰ εἰπῇ ἁμαρτία. Πρῶτον μὲν ἐδόξασεν τὸν Θεὸν διὰ τὴν καλὴν διάθεσιν τοῦ βοσκοῦ, ἔπειτα τοῦ εἶπε·  καλὰ ἕως ἐδῶ τέκνον μου, ἀλλ’ εἰπέ μου, διατὶ ἦλθες πρὸς ἐμὲ τὸν ἁμαρτωλὸν καὶ ταλαίπωρον ἄνθρωπον; Ὁ δὲ ἀπεκρίνατο· ἤκουσα Πάτερ τίμιε, ὅτι διδάσκεις τοὺς ἀνθρώπους τί στράταν νὰ βαστοῦν διὰ νὰ σωθοῦν· ὅθεν ἦλθα καὶ ἐγὼ νὰ σὲ παρακαλέσω διὰ τὸν Κύριον νὰ μὲ ἑρμηνεύσῃς τί στράταν νὰ βαστῶ διὰ νὰ σωθῶ καὶ νὰ καταντήσω ἕως τέλους εἰς τὸν Παράδεισον.

Τοῦτα τὰ λόγια ὡσὰν ἤκουσεν ὁ καλὸς βοσκὸς ὡς ἁπλούστατος, καὶ ἀπονήρευτος ὅπου ἦτον, δὲν ἐλογίασεν, ὅτι ὁ Πνευματικὸς τοῦ εἶπεν νὰ βαστᾷ τὴν ἴσιαν στράταν, ἤγουν τὴν ὁδὸν τῆς ἀρετῆς καὶ τῶν ἀγαθῶν πράξεων, ἀλλ’ ἔβαλεν εἰς τὸν νοῦν του πὼς τοῦ ἑρμήνευσεν, ὅταν εὔγῃ ἔξω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησίαν νὰ στοχασθῇ ταῖς στράταις (δρόμους) καὶ νὰ ἰδῇ ποία στράτα εἶναι ἰσώτερη ἀπὸ ταῖς ἄλλαις νὰ περιπατῇ ὅλο εἰς αὐτήν, διὰ νὰ τὸν φέρῃ καὶ τὸν εὐγάλῃ εἰς τὸν Παράδεισον.

Ὅθεν ἀφοῦ ἐπῆρε συγχώρησιν ὁ καλότυχος βοσκὸς ἐδιάβη ἔξω· καὶ στοχαζόμενος ἐπιμελῶς ἐδῶ καὶ ἐκεῖ, δεξιὰ καὶ ἀριστερὰ ὅλαις ταῖς στράταις, ἐβάλθη καὶ ἐπεριπάτη εἰς ἐκείνην ὅπου τοῦ ἐφαίνετο ἰσώτερη ἀπὸ ταῖς ἄλλαις, ἔχων τὴν ἐλπίδα του εἰς τὸν Θεὸν νὰ τὸν εὐγάλῃ εἰς τὸν Παράδεισον.

Οὕτω λοιπὸν περιπατῶντας νηστικός, μετὰ τρεῖς ἡμέρας τὸν εὔγαλεν ἡ στράτα εἰς ἕνα Μοναστήριον, εἰς τὸ ὁποῖον ἐκατοικοῦσαν μοναχοὶ πολὺ ἐνάρετοι· ὅθεν πλησιάσας εἰς τὴν πόρταν, τὸν ἠρώτησεν ὁ πορτάρης ἀπὸ ποῦ ἤρχετο, καὶ τί γυρεύει; Ὁ δὲ βοσκὸς τοῦ διηγήθη καταλεπτῶς τὴν ὑπόθεσιν, ὅτι ὁ Πνευματικός του Πατήρ, τὸν ἑρμήνευσεν νὰ βαστᾶ τὴν ἴσιαν στράταν διὰ νὰ σωθῇ καὶ φθάσῃ εἰς τὸν Παράδεισον· καὶ ἔχοντας εἰς τοῦτο πόθον πολύν, ἐβάλθη καὶ ἐπεριπάτει τὴν ἴσιαν στράταν, ἡ ὁποία τὸν ἔφερεν ἕως ἐκεῖ. Ταῦτα ἀκούσας ὁ πορτάρης, καὶ μὴ γνωρίζοντας ὅτι ἀπὸ μεγάλην ἁπλότητα ἔλεγε τοιούτους λόγους, τὸν ἐνόμισε διὰ λωλόν, τρελὸν καὶ ἔξω ἀπὸ τὰς φρένας του, καὶ διὰ τοῦτο ἐσυντύχαινε τοιαῦτα λόγια· ὅθεν τὸν ἐρωτᾷ καὶ δεύερον καὶ τρίτον, καὶ παίρνοντας ἀπ’ αὐτὸν τὴν ἰδίαν ἀπόκρισιν ἔπασχε νὰ τὸν διώξῃ· καὶ αὐτὸς δὲν ὠργίζετο, ἀλλ’ ὑπέμεινε μετὰ μακροθυμίας· ὅθεν τοῦ ἀνήγγειλε τοῦ Ἡγουμένου, ὁ ὁποῖος ἐπρόσταξεν τὸν πορτάρη νὰ τὸν φέρῃ μέσα, νὰ ἰδῇ τί ἄνθρωπος ἦτον καὶ τί ἐζήτα· καὶ ὁ πορτάρης παίρνοντάς τον, τὸν ὑπῆγε εἰς τὸν Ἡγούμενον ὅστις τὸν ἐξέταξεν διατὶ ἦλθεν ἕως ἐκεῖ; Αὐτὸς δὲ λέγοντάς του, ὡς ἄνωθεν εἴπομεν, πῶς ἔχοντας πόθον νὰ σωθῇ καὶ νὰ φθάσῃ ὀγλήγορα εἰς τὸν Παράδεισον, καὶ πῶς εὑρῆκεν ἕναν ἀσκητὴν πολλὰ πρακτικόν, καὶ παίρνοντας περὶ τούτου συμβουλήν, τοῦ εἶπε νὰ βαστᾶ τὴν ἴσιαν στράταν, ἕως ὅτου Θεοῦ ὁδηγία
τὸν ἔφερε ἐκεῖ εἰς τὸ Μοναστήριον, καὶ δὲν ἐδίψα καὶ δὲν ἐπόθει ἄλλο παρὰ τὴν σωτηρίαν του.
Ἀπὸ ταῦτα τὰ λόγια ἐκατάλαβεν ὁ Ἡγούμενος τοῦ ἀνθρώπου ἐκείνου τὴν ἀκακίαν, τὴν ἀκεραιότητα, καὶ ἀπονηρευσίαν· ὅθεν ὡς ἐκ Θεοῦ ἀπεσταλμένον τὸν ἐδέχθη μετὰ χαρᾶς, καὶ κάμνοντάς τον Καλόγηρον, τοῦ ἔδωκεν ὡς ὑπηρεσίαν διακόνημα νὰ φιλοκαλῇ καὶ νὰ καθαρίζῃ τὴν Ἐκκλησίαν, ὁ ὁποῖος μετὰ χαρᾶς ἔκαμεν ὑπακοὴν καὶ ἐδέχθη τὴν φροντίδα τῆς Ἐκκλησίας, καὶ ἔκαμνε μετὰ προθυμίας τὸ προστασσόμενον.

Ἐν μιᾷ δὲ τῶν ἡμερῶν, ἐπῆγεν ὁ Ἡγούμενος καὶ τὸν ηὗρεν ἐκεῖ ὅπου ἐπάστρευε καὶ ἐκαθάριζε τὴν Ἐκκλησίαν, καὶ τὸν ἐνουθέτα νὰ κάμνῃ μὲ ἐπιμέλειαν τὸ ἔργον του, διὰ νὰ ἔχῃ μισθὸν ἀπὸ τὸν Θεόν, καὶ νὰ φθάσῃ ταχέως εἰς τὸν Παράδεισον, τὸν ὁποῖον τόσον ἐπόθει. Αὐτὸς δὲ βάνοντας εἰς τὸν Ἡγούμενον μετάνοιαν εἶπεν· εὐχαριστῶ σοι Δέσποτα ἅγιε, ὅπου μὲ νουθετᾷς τὰ πρὸς σωτηρίαν· ὅμως ἔχω νὰ σὲ παρακαλέσω νὰ μοῦ εἰπῇς, αὐτὸς ὅπου στέκεται ἐπάνω αὐτοῦ εἰς τὸν Κουμπὲν ὡσὰν δεμένος, καὶ δὲν ἠμπορεῖ νὰ κατέβῃ ὁλότελα, ἀλλ’ οὔτε ἔφαγεν τρεῖς ἡμέρας τώρα ἀφόντις ἐγὼ ἐσέβηκα εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, ποῖος εἶναι;

Τοῦτο δὲ ἔλεγεν μὴ ἠξεύροντας πῶς ἦτον ὁ Δεσπὸτης Χριστὸς ἱστορισμένος ἐκεῖ ἐπάνω κατὰ τὴν συνήθειαν· ὅθεν ὁ Ἡγούμενος θαυμάσας τὴν ἁπλότητα τοῦ ἀνθρώπου περισσότερον, μετεωριζόμενος (ἀστειευόμενος) τοῦ εἶπεν· αὐτὸν ὅπου βλέπεις ἐκεῖ ἐπάνω, τὸν εἶχα καὶ ἐσκούπιζε τὴν Ἐκκλησίαν πρωτήτερα ἀπὸ λόγους σου, καὶ διὰ νὰ μὴ σκουπίζῃ καλά, τὸν ἐκανόνισα νὰ στέκεται ἐκεῖ ἐπάνω καθὼς τὸν βλέπεις· ὅθεν φυλάξου νὰ μὴ πάθῃς καὶ σὺ τὰ ὅμοια.

Ταῦτα ὡσὰν ἤκουσεν ὁ ὄντως εὐλογημένος ἄνθρωπος, ἐσιώπησε διὰ τὴν ὥραν, καὶ δὲν ἀποκρύνθη εἰς τὸν Ἡγούμενον· μόνον τὸ βράδυ ἀφοῦ ἐπῆρε τὴν διακονίαν (τὴν μερίδα του τὸ φαγητὸν) ἀπὸ τὸ κελάρι, ἐσέβη μέσα εἰς τὴν Ἐκκλησίαν καὴ ἠσφαλίσθη· ἔπειτα ἀφόντις ἡσύχασαν οἱ μοναχοί, πιστεύσας εἰς τὰ λόγια τοῦ Ἡγουμένου ὅπου τοῦ εἶπε, ὡσὰν ἀστεϊζόμενος, πῶς ὁ Δεσπότης Χριστὸς ἦτον ὑπηρέτης τῆς Ἐκκλησίας, καὶ διὰ νὰ μῆ ὑπηρετᾶ ἐπιτήδεια, καὶ νὰ καθαρίζῃ μετ’ ἐπιμελείας, τὸν ἐκανόνισε νὰ στέκεται ἐκεῖ ἐπάνω· αὐτὸς ὁ ἁπλοῦς τὸν ἐσυμπόνεσεν, καὶ στεκόμενος ὑποκάτω, ὡσὰν νὰ ἦτον ἀληθινὰ ἄνθρωπος, τὸν ἔκραξεν λέγοντας· κατέβα ἀδελφὲ κάτω νὰ φιλευθοῦμεν· ὁ δὲ ἐν τοῖς ἁπλοῖς ἐνοικὼν πρᾶος καὶ ταπεινὸς Κύριος, ὀρεγόμενος τὴν ἁπλότητα τοῦ ἀνθρώπου τούτου, ἀπεκρίθη ὦ τοῦ θαύματος λέγοντας· φοβοῦμαι ἀδελφὲ νὰ κατέβω, νὰ μὴ τὸ μάθῃ ὁ Ἡγούμενος καὶ σὲ κακοποιήσῃ  ἢ σὲ κανονίσῃ διὰ λόγου μου· αὐτὸς πάλιν τοῦ ἔλεγεν· Κατέβα χωρὶς φόβον, τώρα ὅπου ὅλοι κοιμοῦνται, καὶ ἐγὼ ἔχω καλὰ ἀσφαλισμένα ταῖς πόρταις καὶ δὲν μᾶς ἀποικάζουν, μόνον κατέβα, διότι σὲ λυποῦμαι νὰ στέκεσαι νηστικός, τώρα τρεῖς ἡμέρας, καὶ μάρτυς μου ὁ Θεός, οὔτε καὶ ἐγὼ δὲν τρώγω ἂν δὲν κατέβης.

Τότε τοῦ ἐφάνη πὼς ἐκατέβηκεν ὁ φαινόμενος ἀπὸ τὸν Σταυρὸν καὶ καθήσαντες ἔτρωγαν μαζύ, καὶ ἐσυντύχαιναν (συνωμίλουν) εὐφραινόμενοι. Λοιπὸν ἔστοντας νὰ γίνωνται ταῦτα κάθε ἡμέραν, μίαν ἀπὸ ταῖς πολλαῖς φοραῖς ἠκούσθηκεν ἀπ’ ἔξω, πὼς ἐσυνομιλοῦσε μὲ ἄνθρωπον μέσα εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, καὶ θαυμάζοντες περὶ τούτου οἱ Μοναχοί, ἀποροῦσαν μάλιστα ὅπου ἤξευραν καλά, πῶς ἐκεῖ μέσα ἄλλος ἐκείνην τὴν ὥραν δὲν ἔβαινεν, διότι ὅλοι ἐκοιμῶντο.

Ἐπήγαιναν πολλάκις καὶ ἐβαροῦσαν τὴν πόραν διὰ νὰ ἰδοῦν ποῖος συνομιλεῖ μετ’ αὐτοῦ, ἀλλ’ εὐθὺς ἐκεῖνοι ὅπου ἐβαροῦσαν τὴν πόρταν δὲν ἤκουον τίποτα ὁμιλίαν· ἐφαίνετο δὲ τοῦ ἁπλοῦ, πὼς ὁ φαινόμενος μετὰ σπουδῆς ἐσηκώνετο ἀπὸ τὴν τράπεζαν καὶ ἀνέβαινεν ἐπάνω καὶ ἐστέκετο
πάλιν ἀσάλευτος εἰς τὸν Σταυρόν.

Τότε αὐτὸς ἄνοιγε τὴν θύραν τοῦ Ναοῦ, καὶ εὐσεβαίνοντες μέσα οἱ μοναχοὶ δὲν ἔβλεπον κανένα, εἰμὶ μόνον τὸν νεωκόρον, καὶ ἐρωτῶντες αὐτὸν μὲ ποῖον ἐσυνομίλει, διότι ἕως ἔξω ἠκούοντο αἱ συνομιλίαι, αὐτὸς δὲ ἠρνεῖτο ὅτι δὲν ἦτο τινάς, ἀλλὰ μόνος του· ὅθεν ἐκπληττόμενοι οἱ Μοναχοὶ εἰς τὸ παράδοξον, πάλιν ὑπέστρεφον. Τέλος μετὰ πολλὰς ἡμέρας, ἐπειδὴ ὅλον-ἕνα ἤκουον ὁμιλίαν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν ἔβαλαν ἕναν ἀδελφὸν τὸν ὁποῖον ἠγάπα πολλὰ ὁ νεωκόρος, διὰ νὰ τὸν ἐρωτήσῃ μὲ τρόπον νὰ τοῦ εἰπῇ τὴν ἀλήθειαν, καὶ νὰ τοῦ ὑποσχεθῇ μεθ’ ὅρκου ὅτι δὲν θὰ τὸ εἰπῇ τινός.

Οὗτος  λοιπὸν ὁ ρηθεὶς ἀδελφὸς ὑπῆγε, καὶ τόσον τὸν ὥρκισε τὸν νεωκόρον, ὅπου τέλος πάντων τοῦ εἶπε μυστικὰ τὴν ὑπόθεσιν ὡς ἄνωμεν εἴρηται· ἤγουν πῶς ἐκατέβαινεν ὁ  Δεσπότης Χριστὸς, τὸν ὁποῖον ἐκεῖνος ἐνόμιζεν ὅτι ἐστέκετο, ἐκεῖ διὰ προστάγματος τοῦ Ἡγουμένου, καὶ τὸν ἐφώναζεν καὶ κατέβαινεν καὶ ἐφιλευόνταν ἀπόκρυφα· μάλιστα τοῦ εἶπε καὶ τοῦτο· ὅτι ὁ φαινόμενος τοῦ ὑπόσχετο διὰ τὴν καλωσύνην αὐτὴν ὅπου τὸν ἐφίλευεν καθ’ ἑκάστην ἡμέραν, νὰ τὸν πάρῃ καὶ αὐτὸς εἰς τὸν οἶκόν του, νὰ τὸν κάμῃ μίαν φιλίαν θαυμάσιον, καὶ τόσον γλυκυτάτην ὅπου νὰ μὴν τὴν ἀστοχήσῃ ποτέ, βεβαιώνοντάς τον, πὼς εἶχεν ἕναν Πατέραν ὑπέρπλουτον καὶ ὑπεράγαθον.

Ταῦτα ὡς ἤκουσεν ὁ Μοναχός, ὁ φίλος τοῦ ἁπλοῦ, ἐτρόμαξεν ὅλως εἰς τὴν χάριν ὅπου τὸν ἠξίωσεν ὁ Κύριος καὶ δραμών, διηγήθην εἰς τὸν Ἡγούμενον καταλεπτῶς τὴν ὑπόθεσιν· ὁ ὁποῖος καὶ αὐτὸς ἐθαύμασεν ὅλως, τὸ φρικτὸν ἐκεῖνο διήγημα καὶ τρομερὸν τεράστιον, ἔχοντας μεγάλην εὐλάβειαν εἰς τὸν ἁπλούστατον ἐκεῖνον ἄνθρωπον, καὶ τὸν ἔκραξεν εὐθύς, νὰ ἀκούσῃ καὶ ἀπὸ τό στόμα του τὴν τοιαύτην θαυμασίαν καὶ πάντερπνον ὀπτασίαν· ὁ ἁπλοῦς ὅμως πρῶτον μὲν ἐπροφασίζετο, ὅτι ἄδικα τὸν ἐσυκοφάντησεν ὁ φίλος του λέγοντας πράγματα, ὅπου ἐκεῖνος οὔτε τὰ εἶδεν οὔτε τὰ ἤκουσε ποτέ· Καὶ τοῦτο τὸ ἔκαμνε, διότι ὅλον ἕνα εἶχε τὸν φόβον διὰ νὰ μὴν σκανδαλίσῃ τὸν Ἡγούμενον, δι’ ἐκεῖνον ὅπου ἔτρωγεν ἀντάμα του καὶ συνωμίλει μὲ τοῦ λόγου του νὰ μὴ τυχὸν καὶ τὸν παιδεύσῃ αὐστηρότερα καὶ τοῦ δώσῃ κανόνα βαρύν.

Ὅμως ὡσὰν τὸν ἐθάρρυνεν ὁ Ἡγούμενος καὶ τὸν ὥρκισεν νὰ τοῦ εἰπῇ ὅλην τὴν ἀλήθειαν τότε τοῦ ἐδιηγήθη καταλεπτῶς τὰ πάντα, μάλιστα δὲ ἐζήτει τὴν ἄδειαν καὶ γνώμην τοῦ Ἡγουμένου ἂν ἤθελε νὰ τὸν ἀφήσῃ νὰ ὑπάγῃ εἰς τὴν φιλίαν ὅπου ἔταζε (ὑπέσχετο) νὰ τοῦ κάμῃ ὁ σύντροφός του εἰς τὸν οἶκον τοῦ Πατρός του.

Τότε ὁ Ἡγούμενος τὸν ηὐχήθη καὶ τὸν ἄφησε νὰ ὑπάγῃ μετὰ χαρᾶς, μόνον ἂν ἔστεργεν ἐκεῖνος νὰ κράξῃ μαζὺ καὶ τὸν Ἡγούμενον εἰς τὴν φιλίαν. Ὁ δὲ ἁπλοῦς, ἀπεκρίθη, ὅτι θέλει τὸν παρακαλέσῃ πολλὰ νὰ δεχθῇ καὶ τὸν Ἡγούμενον· καὶ ἔτζι μὲ τοῦτον τὸν τρόπον ἐπῆγε πάλιν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, καὶ νυκτώνοντας ἐπῆρε κατὰ τὴν συνήθειαν τὴν διακονίαν του (μερίδα τοῦ φαγητοῦ του) καὶ σφαλίζοντας τὴν πόρταν  καλά, ἔκραξεν πάλιν τὸν φαινόμενον νὰ κατέβῃ καὶ νὰ γευθοῦν μαζύ· καταβάντος δὲ καὶ τρώγοντες ὁμοῦ (μαζὺ) ἐκεῖ ὅπου τοῦ ἔλεγε διὰ τὰ ἀγαθὰ ὅπου ἔμελλε νὰ ἀπολαύσῃ εἰς τὸν οἶκον τοῦ Πατρός του, ἐνεθυμήθη ὁ ἁπλοῦς καὶ τὸν Ἡγούμενον. Ὅθεν παρεκάλει τὸν φαινόμενον, ἂν ἤθελε νὰ πάρουν μαζὺ τους καὶ τὸν Ἡγούμενον εἰς ἐκείνην τὴν φιλίαν. Τότε ὁ Δεσπότης Χριστὸς τοῦ ἀπεκρίθη· Ὁ Ἡγούμενος δὲν ἦτον ἄξιος νὰ ἀπολαύσῃ οὔτε ταῖς ψίχαις ὅπου ἔπιπταν ἀπὸ ἐκεῖνο τὸ τραπέζι, καὶ νὰ μὴν τὸν ἐνοχλῇ περὶ τούτου, διότι δὲν γίνεται ποτέ.

Τὸ ταχύ, ὡσὰν ἐξημέρωσεν, ὁ Ἡγούμενος ἐκαρτεροῦσεν μὲ μεγάλην προσοχὴν νὰ λάβῃ εἴδησιν, ἂν τὸν ἐδέχετο ὁ Δεσπότης Χριστός, νὰ τὸν ἀναπαύσῃ μετὰ τῶν Ἁγίων του· καὶ ἀκούοντας ἀπὸ τὸν ἁπλοῦν, ὅτι δὲν ἦτο ἄξιος νὰ ἀπολαύσῃ τοιαύτην εὐφροσύνην, ἐπικράνθη, καὶ ἔμεινεν εἰς μεγάλην ὀδύνην καρδίας· ὅμως ἠξεύροντας τὸ ἄπειρον πέλαγος τῆς τοῦ Θεοῦ εὐσπλαγχνίας, καὶ ὅτι κάμνει τὸ θέλημα τῶν δούλων του, μάλιστα τῶν ἁπλουστέρων καὶ ἀκάκων, ὅπως ἦτο καὶ ὁ ἄνω ῥηθείς, ἔπεσεν εἰς τοὺς πόδας τοῦ ἁπλοῦ, καὶ μετὰ δακρύων, παρεκάλει λέγοντας πρὸς αὐτὸν· Δεήσου τέκνον μου τὸν Φιλά-νθρωπον, νὰ μὴν μὲ συγχαθῇ τὸν ἁμαρτωλόν καὶ ἀνάξιον, ἀλλὰ νὰ νεύσῃ καὶ νὰ μὲ λυπηθῇ νὰ ἔλθω καὶ ἐγὼ μὲ τοῦ λόγου σου εἰς τὴν φιλίαν ἐκείνην τὴν Οὐράνιον, παρακάλεσον καὶ βίασον τὸν ἀβίαστον νὰ μὲ συγχωρήσῃ· διατὶ ἠξεύρω πὼς δὲν θέλει σοῦ παρακούσῃ διὰ τὴν ἁπλότητα καὶ ἀκεραιότητα τῆς μακαρίας σου ψυχῆς· ἀπὸ ταῦτα καὶ ἄλλα πλείονα παρακινηθεὶς ὁ ἁπλοῦς ἀνεχώρησεν.

Λοιπὸν τὸ βράδυ, ὅταν ἐκάθησαν νὰ φιλευθοῦν, ἀνάφερε πάλιν εἰς τὸν Δεσπότην Χριστὸν διὰ τὸν Ἡγούμενον· καὶ ὁ Κύριος τοῦ ἀπεκρίθη: Εἶπα σου ἀδελφέ, ὅτι δὲν εἶναι ἄξιος διὰ τὴν ἀκρασίαν του, καὶ μὴ σὲ μέλει δι’ αὐτόν. Τότε λέγει ὁ ἁπλοῦς τῷ Δεσπότῃ: καλὰ λέγεις πὼς ὁ Ἡγούμενος δὲν εἶναι ἄξιος· ἀμὴν κἂν διὰ τὴν τράπεζαν καὶ τὸ ψωμὶ ὅπου μὲ ἔθρεψε; Καὶ ἔθρεψε καὶ ἐσένα τόσας ἡμέρας, ὅπου ἤθελε νὰ ἀποθάνῃς ἀπὸ τὴν πεῖναν, καὶ διὰ ταύτην τὴν καλωσύνην δὲν τὸν δέχεσαι; Τότε ὁ Δεσπότης βλέποντας τὸ ἄπλαστον καὶ φιλάνθρωπον ἐκείνου τοῦ ἀνθρώπου, καὶ χαμογελώντας εἰς τὸν λόγον τοῦ ἁπλοῦ, εἶπε· Διὰ τὴν ἀγάπην σου καὶ μόνον, νὰ μὴ σὲ λυπήσω, ἐπειδὴ ἔχεις τόσην φροντίδα διὰ τὸν πλησίον, εἰπέ του νὰ διορθωθῇ· καὶ μετὰ 8 ἡμέρας νὰ ἔλθητε μαζὺ εἰς τὴν ἡτοιμασμένην χαράν.

Καὶ ἔτσι λοιπὸνν εὐγένοντας ἔξω, ἔδωκε τὸ πανευφρόσυνον μήνυμα καὶ τὴν παραγγελίαν εἰς τὸν Ἡγούμενον, ὅτι τὸν ἐδέχθη ὁ πλουσιόδωρος καὶ νὰ ἑτοιμασθῇ διὰ νὰ ὑπάγουν ἀντάμα του.

Τί χαρὰν λογιάζεις νὰ ἐπῆρεν ὁ Ἡγούμενος ἐκείνην τὴν ὥραν; Καὶ διορθωθεὶς μετὰ χαρᾶς μὲ ἐξομολόγησιν καὶ μετάνοιαν ἀρκετὴν, καὶ μετὰ ὀκτὼ ἡμέρας ἀφοῦ ἐκοινώνησαν τὰ Θεῖα Μυστήρια, ὁ μὲν Ἡγούμενος, ὀλίγον ἀσθενήσας, ἀνεπαύσατο ἐν Κυρίῳ· ὁ δὲ ἁπλοῦς ἐκεῖνος, ἐκεῖ ὅπου ἐσυνομιλοῦσν μὲ τὸν ἠγαπημένον του, τρώγοντας μὲ ἄπειρον γλυκύτητα, παρέδωκε τὴν ἁγίαν του ψυχήν, καὶ ἐδιάβησαν ἀντάμα εἰς ἐκείνην τὴν ἀνεκλάλητον χαρὰν τῶν δικαίων· ἧς γένοιτο καὶ ἡμᾶς ἀξιωθῆναι, τῆς τοῦ Δεσπότου Φιλανθρωπίας. Ἀμήν.

Κῆπος Χαρίτων σελ. 253-264 Ἐκδοσις 1936

Δεν υπάρχουν σχόλια: